United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη γάρ είν' άφευχτο ν' αντραλοθούμε, Εκεί γιορτιάτικοι για να φανούμε; Παρόμιαις πρόληψες για τα στολίδια Μικρών κι' ανήλικων αθρώπων ίδια. Κι' εγώ εκίνησα με τα παλιά μου, Μηδέ καν διάλεξα τα πλιο καλά μου. Ο φίλος πάσκαγε με λόγου κρίσι Τον ισκυρόγνωμο να καταπείση. Χαμένα απόσταινε το λιάραγκά του. Εκείνος ήθελε τη φορεσιά του. Κριτή μ' εζήτησαν ν' αποφασίσω.

Η φιλονικία κατάληξε στα χέρια, και μέσα στο μαλλοτράγμα, κάποιος είπε με πόνον καρδιακό: — Ε! και να ξεφύτρωνες, θεέ μου, τον κριτή μας, τον κυρ-Χρήστο, εδώ πέρα, από καμμιά μεριά, πως θάφευγε ο τρισκατάρατος από τη μέση μας, και πως θα γένονταν όλα μέλι γάλαΑχ' πούθε να είταν καημένε, είπε ένας άλλος τους, σε μια στιγμή θα ειρήνευαν τα πάντα. — Μούρθε μια ιδέαείπε ένας άλλος....

Ο καρβανάρης ο Ρόβας, που κορόιδευε πρώτα τον μικρό κριτή, πήγε και τον αγκάλιασε κι' αυτός και τον φίλησε, λέγοντας του: — Παιδί μου, να με σχωρέ'ης, Εγώ είμαι μεγάλος στα χρόνια και συ μεγάλος στον νου. Μια μέρα θα γείνης αφέντης. Και πραγματικώς έζησε και πρόκοψε, κι' όλοι οι συνταξειδιώτες του έγειναν ύστερα από λίγα χρόνια υπηρέτες του.

Και τούτοι τον ετραβούσαν προς το μέρος τους, επειδή ήτανε γέροι γεροί κ' είχανε χέρια δυνατά από το σκάψιμο· και ζητούσανε ν' απολογηθή πρώτα για τα όσα εγίνηκαν. Και με το να θέλουν κ' οι Μεθυμνιώτες τα ίδια, διορίζουν κριτή το Φιλητά το γελαδάρη, επειδή ήταν ο πιο γέρος από όσους βρίσκονταν εκεί κ' είχεν όνομα ανάμεσα στους χωριάτες για τη μεγάλη του δικαιοσύνη.

Δε μας γνωρίζει κανένας εδώ γύρα! Η Ξενιτειά μας αδερφόνει όλους... Ο καρβανάρης άρχισε ν' αποράη με τη νοημοσύνη του μικρού κριτή και λέγει μέσα του! — Μπρε, το παλιόπαιδο! Αυτό είναι σοφό! — Θέλετε να σας κάνω την κρίση; — τους ρώτησε σοβαρά σοβαρά. — Θέλομε, — του απολογήθηκαν, — κι' ότι μας πης θ' ακολουθήσωμε. Έτσι κάναμε και στον πατέρα σου.

Πρώτοι οι Μεθυμνιώτες άρχισαν την κατηγορία καθαρά και σύντομα σαν είχανε γελαδάρη για κριτή: — Ήρθαμε στους κάμπους τούτους θέλοντας να κυνηγήσουμε· το καΐκι μας λοιπόν, αφού το εδέσαμε με λιγαριά χλωρή, τ' αφίσαμε στην ακρογιαλιά κ' εμείς ζητούσαμε με τα σκυλιά κυνήγι. Στο αναμεταξύ τα γίδια τουτουνού εδώ, αφού κατεβήκανε στη θάλασσα, και τη λιγαριά την τρώνε όλη και λύνουν και το καΐκι.

Έβλεπα στον ύπνο μου, ότι είμουν στο σπίτι μου με τον πατέρα μου και με ταδέρφια μου... Μάννα δεν είχα. Και λέγοντας αυτά άρχισε να κλαίη. — Μπρε κριτή που σου τον διάλεξαν! Είπε μόνος του ο καρβανάρης. — Ξέρ'ς γιατί σε ξυπνήσαμε, Σπύρο; του είπε ένας από εκείνους που τον ξύπνησαν. — Πού να το ξέρω, — είπε ο Σπύρος, τρίβοντας τα μάτια του.

Β' ΑΝΗΡ Εμπόδιο μονάχος δεν θα γίνω. Α' ΑΝΗΡ Γιατί; Β' ΑΝΗΡ Κι' άλλοι θ' αργήσουνε περισσότερο επίσης. Α' ΑΝΗΡ Συ όμως εν τω μεταξύ τραβάς να την γεμίσης. Β' ΑΝΗΡ Θα πάθω τι, παρακαλώ; Κάθε πολίτης με μυαλό αρμόζει της πατρίδος του τους νόμους να κρατή. Β' ΑΝΗΡ Θα πάω να χωθώ κ' εγώ με κεφαλή σκυφτή. Α' ΑΝΗΡ Και αν δούλεψη ξύλο, τι; Β' ΑΝΗΡ θα της ενάξω στον κριτή.

Το παιδί καλοκάθησε σταυροπόδι, κι' είπε στους μαλλωμένους με ύφος αληθινού κριτή: — Ελάτε εδώ! Πήγαν κι' οι δυο μπροστά του με τα χέρια σταυρωμένα. — Ξέρετε που είμεστε; Τους ρώτησε σοβαρά. Ο καρβανάρης άνοιξε τα μάτια του, προσέχοντας ν' ακούση καλύτερα. Οι μαλλωμένοι δε μιλούσαν. Να σας ειπώ που είμεστε. Είμεστε κακορρίζικοι, δέκα μέρες μακρυά από τον τόπο μας· είμεστε ξένοι παντάξενοι!

Τι; τον ρώτησε τέταρτος. — Τι;.... Έχομε το παιδί του εδώ πέρα... — Και σαν τώχομε; — Να το βάλωμε στη θέση του πατέρα του....... κριτή. — Μπρε αλήθεια! Να το βάλωμε κριτή. Αν και μικρό ακόμα, θα ξέρη να ειπή κάτι, ως παιδί του κριτή μας. — ΣπύροφώναξεΣπύρο Τι γίνεται ο Σπύρος του κυρ-Χρήστου;