United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν τον αφίνετε ήσυχο τον ποιητή; Στον κόσμο τον πολιτισμένο, στην Εβρώπη, ο ποιητής, ένας Ηugo, ένας Renan, ησυχία δεν έχουνε αν άξαφνα τους περάση υποψία πως κάπου, σε μιαν αράδα, σε μια λέξη, σε μια συλλαβή, τους ξέφυγε κανένα λάθος, πως τάχα δεν έγραψαν τη γλώσσα τους αχάλαστα κι αλάθεφτα, προσέχοντας ως και στον πιο μικρό κανόνα της γραμματικής. Τι μουρλοί και τι ζαβοί!

Εις του Φαλήρου την ακτήν και του θεάτρου τα εδώλια θα εύρη συχνότατα ο παρατηρητής ημών πολυπληθείς οικογενείαςπατέρα, μητέρα, θυγατέρας και υιούς, μικρούς και μεγάλουςπροσέχοντας εις το άσμα της σκηνής ή τρώγοντας παγωτά, ενώ βεβαίως ανεπαρκώς εγευμάτισαν.

Το παιδί καλοκάθησε σταυροπόδι, κι' είπε στους μαλλωμένους με ύφος αληθινού κριτή: — Ελάτε εδώ! Πήγαν κι' οι δυο μπροστά του με τα χέρια σταυρωμένα. — Ξέρετε που είμεστε; Τους ρώτησε σοβαρά. Ο καρβανάρης άνοιξε τα μάτια του, προσέχοντας ν' ακούση καλύτερα. Οι μαλλωμένοι δε μιλούσαν. Να σας ειπώ που είμεστε. Είμεστε κακορρίζικοι, δέκα μέρες μακρυά από τον τόπο μας· είμεστε ξένοι παντάξενοι!

Καθίσαμε όλοι σταυροπόδι γύρα στη στια, που έκαιγε σαν καρμοκάνι, περιμένοντας να ετοιμαστή το γιώμα, ενώ είταν ξαπλωμένος μπροστά μας ο γάτος ο Λειάρος, όλως διόλου αναίστητος και ξένος προς το πανηγύρι του σπιτιού, και πίσω μας κάθονταν στα πισινά του ποδάρια ο σκύλλος, ο Κοράκης, προσέχοντας στες ομιλίες μας, σαν πως προσέχουν στο Βαγγέλιο, βλέποντας μας, κατάματα, όσους δεν του είχαν γυρισμένες τες πλάτες, και πλειότερο εμένα, τον νοικοκύρη, και τόσο πολύ προσείχε τ' αυτί του, και τόσο πολύ κάρφονε τα μάτια του απάνω μου, που μ' έκανε να πιστέψω, ότι θ' ανακατώνονταν στες ομιλίες μας, μιλώντας με ανθρώπινη γλώσσα!

Άφινε ελεύθερη τη σκέψη του και τη ζωή του σ' ένα μονάχα προσέχοντας κ' ελπίζοντας: Στη φλόγα τη θαυματουργή που έκλεισε μέσα του η φύση. — Τα λόγια σου είνε μεγάλα και σύμφωνα με την καταγωγή σου· του είπε. Βέβαια το παρελθόν όσο και αν είνε ένδοξο δεν ωφελεί τίποτα σε κείνον που περιφρονεί το παρόν και λησμονεί το μέλλον.

Ο Γιάννης χώθηκε ανάμεσα στα μνήματα προσέχοντας μη δρασκελίση κανένα, και μη σκοντάψη σε κανένα Σταυρό. Εκεί που πήγαινε, χώρια από το πλήθος των Επιταφίων, που έκραζε ακατάπαυτα «Κύριε ελέησον», περβατώντας ανάμεσα στες νεκρικές κατοικίες, απάντησε ένα σβυστό μνήμα.