United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηπόρησάν τινες ότι, εις απάντησιν της εκφράσεως του οίκτου Του, οι μαθηταί δεν προέβλεψαν ουδέ υπέβαλον γνώμην τι έπρεπε να πράξη. Αλλ' ενταύθα βεβαίως υπάρχει απόχρωσις λεπτότητος και αληθείας. Εγνώριζον ότι δεν υπήρχε παρ' Αυτώ σπατάλη του υπέρφυούς, ουδέ περιττή εξάσκησις θαυματουργού δυνάμεως.

Εκτός δύο ωραίων εξαιρέσεων, τας οποίας θ' απαντήσωμεν μετ' ολίγον, το πολύ και αμέτρητον πλήθος των εφετεινών ειδώλων περιελάμβανε μεταμφιεσμένους κοινούς, ουδέν παριστάνοντας, ουδέν λέγοντας, νομίσαντας δε, φαίνεται, ότι αρκετή διασκέδασις ήτο και δι' αυτούς και διά το θεώμενον πλήθος, να φορέσουν έν ενοικιασμένον domino, κατά το μάλλον ή ήττον κομψόν και καθάριον, να ακριβοπληρώσωσι μίαν άμαξαν, και να περιέρχωνται ούτω τας λεωφόρους σκορπίζοντες φασόλια κατά του πλήθους — η σπατάλη των δεν προέβη μέχρι κ ο υ φ έ τ ω ν — ή μοιράζοντες τυπωμένην την ευφυίαν των δι' επισκεπτηρίων φερόντων την φράσιν· «Μ. Rigolopulo et Cie· Ν α μ α ς γ ρ ά φ ε τ ε», και ακούοντες κύκλω του τα πλήθη φωνούντα εν χορώ την φράσω του συρμού Κ ό φ' τ ο!

Όλος αυτός ο πλούτος και η σπατάλη των περιττών, των ασκόπων, των άνευ εννοίας τινός θαυμάτων, — όστις προκύπτει κυρίως εξ απλής δίψης του υπερφυσικού και εν μέρει εκ φανταστικής εφαρμογής των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης, — παρουσιάζει ζωηράν αντίθεσιν προς την απλοϊκήν φιλαλήθειαν της αφηγήσεως του Ευαγγελίου.

Ο Χρυσόστομος όμως καθώς στην Αντιόχεια, έτσι και στην Κωσταντινούπολη δεν περιορίστηκε σε Γραφικές ερμηνείες και σε θρησκευτικά παραγγέλματα, παρά κατέβαζε τον κόπανο της μεγαλοδύναμης ευγλωττίας του και στην ακολασία, τη σπατάλη, την ανηθικότητα, που καθώς σήμερα βασιλεύουνε μέσα σε κάθε μεγάλη πρωτεύουσα, έτσι και στο Βυζάντιο τότες, αν και ίσως όχι όσο τώρα.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Την παρθενιάν ωρκίσθηκε να μη την παραιτήση; ΡΩΜΑΙΟΣ Ναι· κ' η φιλαργυρία της είναι φρικτή σπατάλη. Διά να μένη αυστηρήτα τρυφερά της κάλλη, κανένας δεν θα γεννηθή να τα κληρονομήση·την ευμορφιάν της γνωστική, 'ς την γνώσιν της ωραία κερδίζει τον παράδεισον, διότι μ' απελπίζει. Ετάχθη να μην αγαπά· και δι’ αυτό το τάγμα, αποθαμμένος ζω εγώ, που ζω και σε τα λέγω.

Η καλόγνωμη σπατάλη της Λενιώς δεν του άρεσε. Την ήθελε τη γυναίκα του· μα την ήθελε για τον εαυτό του. Ούτε από τον αέρα της δεν εχάριζε κουρέλι στους άλλους. Στην αρχή έκαμε παράπονα· έπειτα την επεριόρισε. — Από την άκρη του κάσαρου δεν έχεις να κάμης βήμα· της είπεν ορθάκοφτά. Και για να χαράξη διακριτικό σύνορο, άπλωσε στο ξύλο που κρατά τους κουβάδες ένα σταχτόμαυρο καραβόπανο.

Έπειτα υπανδρεύθη, εκακόπεσε, επήρε γυναίκα σπάταλη, κακή νοικοκυρά, . . και τα κτήματά του ένα ένα πήγαν εις την δημοπρασίαν. Σιγά σιγά εδυστύχησε, . . . έχασε και την γυναίκα του, και τώρα είνε πτωχός και άθλιος, . . ζη από τα χαρτιά. — Χαρτιά; ηρώτησα εγώ απορών. Τι πράγμα είνε, μητέρα, τα χαρτιά; Α! ανεφώνησα αμέσως, πριν ή προφθάση ν' απαντήση η προδήλως απορούσα και στενοχωρουμένη μήτηρ μου.

Θέλω να 'δω αν επέτυχε η ιδέα μου. ΔΟΡΙΜΕΝΗ Είδα όλες αυτές τις θαυμάσιες προετοιμασίες και μου φαίνεται ότι μου επιβάλλεται πλέον να θέσω τέρμα στην τόση σπατάλη που κάνετε προς χάριν μου. Απεφάσισα λοιπόν να σας νυμφευθώ. Έτσι, με το γάμο όλα αυτά θα τελειώσουν. ΔΟΡΑΝΤ Ω! κυρία μου, είναι δυνατόν να πήρατε για μένα μια τόσο ανέλπιστη απόφασι;

Και όταν όλοι αφθόνως εχορτάσθησαν, ο Ιησούς, όχι μόνον όπως δείξη εις τους μαθητάς Του το μέγεθος και την έκτασιν του γενομένου, αλλ' όπως διδάξη αυτούς ότι η σπατάλη, ακόμη και της θαυματουργού δυνάμεως, είνε όλως ξένη προς την θείαν οικονομίαν, παρήγγειλεν αυτοίς να συναθροίσωσι τα τεμάχια όσα έμενον, όπως μηδέν χαθή.