United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΟΡΔ. Ω θεοί, το χάλασμα του νου του επισκευάσετέ μου το! — Σεις διορθώσετέ μου τα ταραγμένα λογικά του γέροντος πατρός μου που είναι τώρα 'σάν παιδί. ΙΑΤΡΟΣ Αν είναι ορισμός σου, να τον 'ξυπνήσω. Αρκετός του είναι τόσος ύπνος. ΚΟΡΔ. Έχε την τέχνην οδηγόν και κάμε όπως θέλεις. Του ήλλαξαν φορέματα; ΑΞΙΩΜ. 'Σ του ύπνου του το βύθος, κυρία, του εβάλαμεν φορέματα καινούργια.

«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα, οπόθεν είμασθ' ερωτάς κ' εγώ θα σου το είπω• 80 απ' την Ιθάκη ερχόμασθε, 'που ισκιάζεται απ' το Νείον, κ' η χρεία τούτη, του κοινού δεν είναι, αλλά δική μου• κάπου ν' ακούσω αναζητώ την δόξα του πατρός μου, του στερεόκαρδου Οδυσσηά, που έναν καιρό μαζή σου λέγουν ότι μαχόμενος επόρθησε την Τροίαν, 85 και όλων των άλλων 'πώχουσι τους Τρώαις πολεμήσει όπου εκακοθανάτισε καθένας του, ακούμε• κείνου όμως και τον όλεθρον έκρυψεν ο Κρονίδης, ότι κανείς δεν δύναται να ειπή ρητώς πού εχάθη, είτετην γην έπεσ' αυτός απ' των εχθρών τα χέρια, 90 ή πήρε αυτόν ο αμέτρητος βυθός της Αμφιτρίτης. για τούτο τώρα σου 'πεσατα γόνατα, να μάθω πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε παραδαρμούς η μοίρα. 95 μηδ' από σέβας το μηδέν ή λύπη μου γλυκάνης, αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες ειπέ μου ένα προς ένα. ναι σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας λόγον ή πράξι εδέχθηκε κ' ετέλειωσε για σένα, 'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 100 τώρα να μου τα θυμηθής, κ' ειπέ μου την αλήθεια».

Αλλ' από ημέρας εις ημέραν αι ελπίδες μας διελύοντο. Εφαίνετο προχωρούσα επί του σώματος του η ψυχρά της φθοράς χειρ. Μίαν νύκτα έμενα μόνος παρά το προσκέφαλον του ασθενούς, μόλις καταπείσας την μητέρα μου ν' αναπαυθή ολίγον εις το παρακείμενον δωμάτιον. Ο πατήρ μου ήτο εις βύθος ομοιάζον προς ύπνον. Με τας χείρας εσταυρωμένας εκαθήμην και τον έβλεπα, ο δε νους μου επλανάτο εις σκέψεις θλιβεράς.

Ανεγίνωσκε, και όμως ο νους του ήτο εις την καλύβην. — Διατί αργεί ο Γεροθανάσης; — Ηθέλησε να πλησιάση προς την θύραν της καλύβης, αλλ' εις το μέσον του περιβόλου εστάθη διστάζων. Ηθέλησε να ερωτήση εκείθεν τον γέροντα, αλλά δεν ετόλμησε να υψώση την φωνήν. Επί τέλους ο γέρων εξήλθε της καλύβης. Ο ιερεύς τον ητένισε με βλέμμα ερωτηματικόν. — Ήτον εις βύθος. Τον εξύπνησα με κόπον.

Τούρχεται είδος βύθος, πιώτερο ξύπνος παρά ύπνος, κι αντίς όνειρα, πράματα και σκηνές που ταγνάντεψε ή τάκουσε ή τα υποψιάστηκε μες στο μερόνυχτο. Έβλεπε τον Πανάγο με τη Βασιλική μες στη νυφοκάμαρά της στα βραδινά τα σκοτάδια, κ' η γριά, η ξεμωραμμένη η μάννα της η κερά Μαριώ, να θαρρή πως είνε ο Μιχάλης! Και δος του μια περεχυσιά ψιλό ίδρο!

Ο είς σπαρμένος με βράχους κομμένους εις σχήματα πρανή και κωνοειδή, ως λείψανα παλαιάς γιγαντομαχίας σωζόμενα εις το πεδίον της μάχης, στρωμένος με χαλίκια λευκά, ερυθρά, μαργαρώδη, επίχρυσα, και με άμμον φαιάν στίλβουσαν· και η άμμος κυρτούται διά μιας, και ο βυθός αποτόμως βαθύνεται· ο κολυμβητής αν ήθελε τολμήσει να επιβή εις το κύμα, έλκεται προς την σύρτιν την βαθείαν, την λευκήν και πρασινίζουσαν και γαλανήν, την ούσαν λίκνον του μικρού Τρίτωνος και παστάδα της μελαγχολικής Σειρήνος, όπου αφρός και πόντος, όπου κύμα και άβυσσος, φαιδρώς παίζουσι ποικίλην και ενίοτε φοβεράν παιδιάν.

Ο εκκλησιάρης πήρε το φανάρι και τράβηξε μπροστά. Πίσω ο παπάς. Όταν φθάσανε στο σπίτι, ο γέρος ψυχομαχούσε. Πνιγμένες φωνές και κλάματα πετούσαν ολόγυρά του. Ο Παπα-Παρθένης εζύγωσε με φόβο. Το δισκοπότηρο έτρεμε στα χέρια του· μια στιγμή φοβήθηκε να μη το χύση. Αλλοίμονό του. Ο γέρος ήτανε πεσμένος σε βύθος, ανάσαινε βαρειά, ένα ρουχαλητό πνιγμένο γέμιζε την κάμαρη.

Ω, εάν αισθανώμεθα πάλιν και πολλάκις ότι τα πλημμυρούντα κύματα απειλούσι να μας πνίξωσι, και ο βυθός να καταπίη την χειμαζομένην ναυν της Εκκλησίας και της Πίστεως ημών, είθε πάλιν και πολλάκις να δοθή ημίν ν' ακούσωμεν εν μέσω της τρικυμίας και του σκότους, τας δύο εκείνας γλυκυτάτας του Σωτήρος εκφράσεις: «Μη φοβού. Μόνον πίστευε». «Εγώ ειμι. Μη φοβού». ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Λ'. Αι ομιλίαι εις Καπερναούμ

Ύστερα πάλι έφευγε ο νους της κ' η φαντασία της αλαφροπατούσε δειλά και φοβισμένα, σα γυναίκα κυνηγημένη, στον άλλον, σ' εκείνον, στο φονιά του αντρός της. Τάχα πού είνε κρυμμένος; Τάχα τον πιάσανε; Τάχα...; Αχ! Θεέ μου! — Ασημίνα! φώναξε, με ένα τίναγμα στο βύθος του ο άρρωστος. — Εδώ είμαι, Γιώργη μου, τι θέλεις, παιδί μου; Άνοιξε τα μάτια του τρομαγμένα και κύτταξε γύρω του εκείνος.

Θέλεις τίποτε, Γιώργη μου, Λίγο νεράκι να βρέξης ταχείλι σου; Πες μου, Γιώργη μου. — Τίποτα! Άσε με να ησυχάσω... Έκλεινε τα μάτια του κ' έπεφτε σε βύθος. Το στήθος του τότε ανεβοκατέβαινε σα φυσαρμόνικα, το κορμί του σπαραζότανε, τα χέρια του τινάζονταν όξω απ' τα παπλώματα. Έπειτα τον έπιανε το παραμιλητό. Λόγια, ονόματα, φωνές χωρίς νόημα.