Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Η Portia έχει χρυσά μαλλιά, η Φοίβη τα έχει μαύρα τα μαλλιά της, ο Orlando καστανά σγουρά κ' η κόμη του Sir Andrew Aguecheeck κρέμεται σαν λινάρι στη ρόκα χωρίς να κάνη διόλου σγουρά. Κάποια απ' τα πρόσωπα του έργου είναι γερά, κάποια λιγνά, άλλα ολόρθα κι άλλα σκυφτά, κάποια πάλι ξανθά και κάποια μαυρισμένα κι άλλα έχουν βαμμένα μαύρα τα πρόσωπά τους.

Και άλλα, κοπάδι ολόκληρο, εγονάτιζαν κ' εγλυστρούσαν φίδια κάτω από την καρίνα και για μιας επηδούσαν ολόρθα, να τ' αναποδογυρίσουν πασχίζοντας. Κ' εκείνο έγερνε αποδώ, εδιπλάρωνεν αποκεί, εβούτα με την πρύμη στα τάρταρα, εσηκωνόταν με την πλώρη μεσουρανίς, εδερνόταν κ' εβογγούσε κ' εστέναζε αργά και πονετικά, σαν αισθαντικό πράγμα μέσα σ' αυτά τα τέρατα. Ήρθε στιγμή που το εσυμπόνεσα.

Τότε θαρθή περήφανο το γένος να χτυπήση Τη θύρα της Αγιάς Σοφιάς με του σπαθιού τη φούχτα, Τα σιδερένια μάνταλα, 'ς την προσταγή θα πέσουν, Κ' εκεί που τώρ' ανάσκελα, μ' ολόρθα δαγκανάρια Με το λαρύγγι διάπλατο, θρασομανάει και χάσκει Το μισοφέγγαρο χρυσό, σαν νάθελε με πείσμα Αφ' ου μας έφαγε τη γη, να πιη τον ουρανό μας, Ο Σταυρωμένος θα σταθή... Μην κλαις... είναι δική μας.

Έπειτα με μαύρο ή κόκκινο χρώμα ζωγράφιζε εφήβους παλαιστάς ή δρομείς· ιππείς πάνοπλους μ' αλλόκοτες οικοσημασμένες ασπίδες και παράξενες προσωπίδες, ενώ καβαλλίκευαν από κοχυλωτό άρμα άλογα ολόρθα στα πισινά τους πόδια· τους θεούς καθισμένους σε συμπόσιο ή κάνοντας θαύματα· τους ήρωες με τους θριάμβους ή τους πόνους των.

Έβλεπες και στέκουνταν ολόρθα δυο μαχαίρια, ένα στον ώμο του παιδιού κ' ένα στο μερί, έτρεχε το αίμα, έννοιωθε δεν έννοιωθε το μισοζώντανο το παιδί από την αγωνία, από το τράντασμα πούφερνε στα σωθικά του κάθε μαχαίρι που ξεχυνότανε καταπάνω του, άλλο χάμου να πέφτη, άλλο στον τοίχο να χτυπάη, κι άλλο να καρφώνεται στο βασανισμένο κορμί του.

»Η αριαίς, τα πεύκα μου, τα κρύα νερά μου, Θέλω Λαμπέτη μου, να μη με ιδούν, Να μη γνωρίσουνε την ασκημιά μου... Έλα να φύγωμε, μην πικραθούν.» »Τώρα που μ' έφερες ως τα Παλάτια, Σκάψε το λάκκο μουαυτήν τη γη. Εδώ δε φτάνουνε του εχθρού τα μάτια Δεν αναιβαίνουνε παρά αητοί.» »Λαμπέτη, χώσε με με τάρματά μου Ολόρθα, στήσε τα, δεξιά ζερβιά.

Ως αόρατος δε επιγραφή επί του μετώπου της καταρρεούσης οικίας, ως αόριστος τραγική ειρωνεία επί της τύχης της, έμενε το όνομα : «της Κοκκώνας το Σπίτι». Μνημούρια του Φερήκκιοϊ κ' ολόρθα κυπαρίσσα . . . Έχασα την αγάπη μου και λαχταρώ περίσσα.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν