United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Στάθης είχε σηκωθή, κ' ενίπτετο, κ' εκτενίζετο, κι' αργοπορούσε . . . Ευθύς κατόπιν, έφθασε μία θεία. — Στάθη! έλα γλήγορα! . . . σε γυρεύει ο Θανάσης! . . . την ψυχή στα δόντια! . . . Τελευταίος, και πάλιν ήλθεν ο γέρο-Στεφανής. — Τρέξε γλήγορα! . . . τον αδελφό σου τον μεταλαβαίνουνε. Τέλος εξεκίνησεν ο Στάθης.

ΣΕΒΑΣΤ. Θυμούμαι που εσύ έβγαλες τον αδελφό σου τον Πρόσπερο. ΑΝΤΩΝ. Αλήθεια· και ιδές, πόσο μου αρμόζουν αυτά τα φορέματα! πολύ καλύτερα παρά πρώτα. Οι δούλοι του αδελφού μου ήταν τότε συντρόφοι μου, τώρα με προσκυνούνε. ΣΕΒΑΣΤ. Πλην η συνείδησή σου

&Ιστορία της Κυνεγόνδης& Ήμουνα στο κρεββάτι μου και κοιμόμουνα βαθυά, όταν ευδόκησεν ο ουρανός να στείλη τους Βουλγάρους στον ωραίο μας πύργο του Τούντερ- τεν-τρονκ. Σφάξανε τον πατέρα μου και τον αδελφό μου και κάμανε τη μητέρα μου κομματάκια. Ένας ψηλός βούλγαρος έξη ποδιών, βλέποντας, πως σ' αυτό το θέαμα έχασα τις αισθήσεις μου, άρχισε να με βιάζη.

Τω εφάνη ότι ησθάνετο παρουσίαν ανθρώπου όπισθεν της κεκλεισμένης θύρας. — Εδώ πρέπει να είνε, εψιθύρισεν. Επλησίασε και έκρουσε δειλώς. Παραχρήμα φωνή ηκούσθη έσωθεν. — Ποίος είνε; — Εδώ μέσα είσαι; ηρώτησεν ο Τρέκλας. — Εδώ, απήντησεν η φωνή. — Χαιρετίσματα απ' τον αδελφό σου, είπεν ο Τρέκλας. — Τον αδελφό μου; — Τον Μάχτο. Έτσι δεν τον λένε; — Τον είδες; — Τον είδα, και έχει σκοπόν να έλθη.

«Καράβι καραβάκι που πας γιαλό γιαλό, «τον αδελφό μου φέρε, φέρτον με το καλό. «Καράβι καραβάκι, που σκίζεις τα νερά, «τον αδερφό μου φέρε, τη μόνη μου χαρά! Τον έλεγαν αγέλαστον, παράξενον, κακόν μάλιστα, ενώ ήτο ο καλλίτερος των ανθρώπων. Ποσάκις το εξωτερικόν δεν απατά!

Πρέπει να πήγε στον ντον Πρέντου», είπε στον Τζατσίντο. «Οι θείες σας είναι καλά; Να τους δώσετε πολλά χαιρετίσματα και να τις ευχαριστήσετε για το δώρο που έστειλαν στον αδελφό μου το Ρετόρο.» «Τα μαύρα δαμάσκηνα!», είπε μια λαίμαργη υπηρέτρια. «Η Νατόλια, ξύλο που της χρειάζεται, τα έφαγε όλα κρυφά.» «Εάν μου δώσετε και άλλα, ντον Τζατσί, θα κατέβω μαζί σας στο κτήμα» είπε η Νατόλια προκλητικά. «Και δεν έρχεσαι….», απάντησε εκείνος, η φωνή του όμως ήταν λυπημένη και, παρ’ όλο που η ηλικιωμένη κυρά νουθετούσε: «Καθένας με τους όμοιούς του πρέπει να κάνει συντροφιά, Νατόλια!», όταν βγήκε στο δρόμο άκουσε τις γυναίκες να γελούν μιλώντας γι’ αυτόν και την Γκριζέντα.

Τώρα επήρε πάλι άλλον δούλον· και γι' αυτόν λέγουν ότι τα εχάλασε με τον αδελφό της, και αποφαίνονται ως βέβαιον ότι θα τον νυμφευθή· αλλ' εγώ, επρόσθεσε επί τέλους, έχω στερεάν απόφαση να μη επιζήσω εις τούτο. Ό,τι σου διηγούμαι δεν είναι υπερβολικόν, ουδέ καλλωπισμένον· μάλιστα μπορώ να πω ότι αδύνατα το διηγήθηκα και το έκαμα άκομψο γράφοντάς το με τις συνετισμένες ηθικές λέξεις μας.

Εις την τελευταίαν απήχησιν του «καλή αντάμωσι», το οποίον ευχήθη εις την κόρην της, ακουσίως προσέθηκε καθ' εαυτήν μετά πικράς ειρωνείας· «Ή εσάς θ' ανταμώσω εδώ — ή, τον αδελφό σας στην φυλακή θα πάω ν' ανταμώσω — ή, στον άλλο κόσμο θ' ανταμώσω τον πατέρα σας . . . κι' αυτό είναι απ' τα τρία το σιγουρότερο

Κύπρο, Φοινίκην, Αίγυπτο, και χώραις Αιθιόπων, και Σιδονίων κ' Ερεμβών εβγήκα, και Λιβύαν, όπου τ' αρνιά από γενετής τα κέρατα φυτρόνουν, 85 και τρεις φοραίς τεκνοποιούν τα πρόβατα τον χρόνο. κει του ποιμένα περισσά, καθώς και του κυρίου, είναι τυρί και κρέατα και το γλυκό το γάλα, ότι έχουν πάντοτ' άφθονο το γάλα να τ' αρμέγουν• κ' ενώ πλούτη συνάζοντας κει πέρα εγώ πλανούμουν, 90 ωστόσ' άλλος μου φόνευσε τον αδελφό μου κρύφια, απάντεχα, με της μιαρής συντρόφου την απάτη, κ' ιδού γιατί δεν χαίρομαιτα πλούτη αυτά, 'που έχω. και τούτα θα τ' ακούσετε και σεις απ' τους γονείς σας, όποιοι και αν είναι, ότι έπαθα πολλά, κ' έχασα σπίτι 95 ευτυχισμένο με καλά και υπέρλαμπρα περίσσα. κ' έστεργα εγώσπίτι μου το τρίτο να μου μείνη, και εις την ζωή να εσώζονταν οι άνδρες, οπού πέσαν, εις την Τρωάδα την πλατειά, μακράν από το Άργος. και όλους τους κλαίω και οδύρομαι, και το συχνό κλεισμένος 100 εις τα δικά μου μέγαρα, καθήμενος δακρύζω, και ώραιςτο κλάμμα χαίρεται η ψυχή μου και ώραις παύω• γοργά του κρύου κλάμματος ο πόθος ησυχάζει. αλλ' αυτών όλων των ανδρών ο πόνος δεν με θλίβει όσον ενός, 'που ο πόθος του φαγί μου παίρνει κ' ύπνο• 105 ότι κανείς των Αχαιών ωσάν τον Οδυσσέα δεν μόχθησε, ουδ' εβάσταξεν αλλά το 'θελε η μοίρα αυτός να πάθη και άσβυστοςεμέ να μείνη ο πόνος κείνου, ότι λείπει δα καιρούς, ουδέ κανείς γνωρίζει ζη κείνος ή απέθανε• και τώρα θα τον κλαίουν 110 η Πηνελόπ' η φρόνιμη, ο γέρος ο Λαέρτης, και ο Τηλέμαχος, 'π' άφησετο σπίτι ακόμη βρέφος».

Ο βασιλέας με τον αδελφό του και με τον αδελφό σου μένουν κ' οι τρεις έξω φρενών, και οι άλλοι, γιομάτοι θλίψη και τρομάρα, τους κλαίνε· αλλ' εξόχως ο αγαθός γέροΓονζάλος, καθώς τον είπεςτα δάκρυά του καταβρέχουν τα γένεια του καθώς του χειμώνα τα νερά ξεχειλίζουν από τες κεραμωτές· τα μάγια σου τους καταπονούν τόσο, ώστε αν τους έβλεπες τώρα ήθελε συντριβή η καρδιά σου.