United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον Ηρακλή, δέκα μηνών, τον Ιφικλή, μια νύκτα μικρότερό του μοναχά, η μάννα τους η Αλκμήνη αφού πρώτα τους έλουσε κ' εχόρτασέ τους γάλα αγάλια τους επλάγιασε σε χάλκινην ασπίδα, όπου την είχε λάφυρο παρμένη ο Αμφιτρύων απ' τον Πτερέλαο, πούλαχεν εμπρός του σκοτωμένος.

Είχ' ερθή αυτός ο άρπαγας, ο φονηάς του Μόρχολτ, και την επήρε με πανουργίες από τη μητέρα της και την πατρίδα της. Δεν κατεδέχτη να την κρατήση για τον εαυτό του, παρά να που την έπερνε σαν λάφυρο στα κύματα, για τον εχθρικό του τόπο. «Κακομοίρα! έλεγε μέσα της. Καταραμένη νάναι η θάλασσα που με βαστάει. Καλλίτερα θα προτιμούσα να πεθάνω στον τόπο που γεννήθηκα παρά να ζήσω κει κάτω!...»

Στ' όνομα της Βασίλισσας σ' εξορκίζω, στ' όνομα της Ιζόλδης της ΞανθήςΤρεις φορές επανέλαβε στους φυγάδες την πρόσκλησι, εξ ονόματος της Ιζόλδης της Ξανθής. Άδικα. Εξαφανίστηκαν, κι' ο Μπλεχερή δεν μπόρεσε να φτάση παρά μόνον ένα από τάλογά τους, και το πήρε λάφυρο. Έφτασε στο παλάτι του Σαιν-Λουμπέν την ίδια στιγμή που είχε εγκατασταθή κει η Βασίλισσα.

Αλλά ο Ρόχαλτ θυμότανε τον Ριβαλάν και την Μπλανσεφλέρπου ξαναζούσε η χάρι τους και η νεότης τουςκι' αγαπούσε τον Τριστάνο σαν παιδί του, ενώ μυστικά τον εσέβετο σαν κύριο του. Και λοιπόν συνέβηκε να του αρπάξουν όλη τη χαρά του... Μια μέρα κάποιοι έμποροι από την Νορβηγία τράβηξαν τον Τριστάνο στο καράβι τους, και τον πήραν σαν ωραίο λάφυρο.