United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανυποψίαστοι αυτοί και πρόθυμοι πάντα για γλέντι, μαζεύουνται όσες χιλιάδες χωρούσαν, κι απάντεχαν την παράσταση. Και τι παράσταση! Του Γαρδικιού το δράμα απαράλλαχτο, μόνο που είτανε στα Γαρδίκι εφτακόσοι όλοι όλοι, και δω δέκα και παραπάνω φορές πιώτεροι, τοιχογυρισμένοι μέσα στο Ιπποδρόμιο.

Το σκαρί του απαράλλαχτο το μπρίκι του Μοναχάκη. — Αυτό είνε, δεν το βλέπεις μαθές; είπε ο Πεφάνης, αφού κρέμασε και το τελευταίο μπλάστρι. Όλο κι' όλο. Τάλλα γεροντάκια κύτταζαν μα δεν ξεχώριζαν. — Αυτό είνε, είπε πάλι ο Πεφάνης. Θέλει και ρώτημα; Κάποια ζημία θάπαθε. Δεν το βλέπεις πως είνε σαν καραβοτσακισμένο, γδαρμένο από όλες τις μεριές, αγνώριστο. Η «Αθηνά» του Μοναχάκη.

Και δίχως μήτε μέρα να χάση, φέρνει χρυσοχούς και τους προστάζει να του φτειάξουνε σταυρό απαράλλαχτο σαν το θείο σημάδι, όλο μάλαμα και πετράδια. Αυτή είναι η πρώτη αρχή της μυριοξάκουστης σημαίας που ονομάστηκε Λάβαρο. Είταν το λάβαρο κοντάρι μακρύ και χρυσωμένο, και ταπάνω του μέρος, σταυρός. Στην άκρη στεφάνι, μάλαμα και πετράδια.

Έν' αγιόκερι κι εκεί σαν το δικό μου, απάνω σ' ένα τραπεζάκι, φώτιζε το κελί απαράλλαχτο σαν το δικό μου. Κατάχαμα στις σανίδες είταν ξαπλωμένοι δυο χωριάτες, κουρελλιοντυμένοι, ξερακιανοί κι αδύνατοι, χωρίς να κουνιώνται. Τους πρόσεξα καλά κι είδα πως είταν πιστάγκωνα δεμένοι.

Καθίζει ο Άρειος και γράφει το «Πιστεύω» της Νίκαιας απαράλλαχτο σ' όλα, μόνο που αφήκε όξω το «ομοούσιος τω Πατρί». Πολύ πιθανό να μην την πρόσεξε ο Κωσταντίνος αυτή την παραδρομή· μα και να την παρατηρούσε, δεν είταν άνθρωπος να καταλάβη πόσους πολέμους έκρυβε μέσα του τέτοιο λάθος, και θάκλειε τα μάτια του θαρρώντας πως γλήγορα θα ξεχαστή τέτοιο μικρό πράμα.

Σε μερικά διατηρούνταν ακόμα οι βαφές που τους είχε βάλη ο τεχνίτης. Άλλα έδειχναν μ' αναγέλασμα τις πληγές που τους έδωκε σε περασμένα χρόνια ο βάρβαρος καταχτητής· άλλα κρατούσαν απαράλλαχτο το χαμόγελο και τη χαρά του καιρού τους. Μάλιστα κάτι γυναίκεια κεφάλια είχαν τόση γαλήνη στο πρόσωπο και το βλέμμα τους, που έλεγες πως ήταν σημερνές νυφάδες.

Οι Θεομίσητοι λούφαξαν από τότε· δεν ξέχασαν όμως τις κακίες τους. Μέσα στην ψυχή τους ήταν άσβυστα ζωγραφισμένη η έρμη κι ασβολωμένη πατρίδα τους· και για να ευχαριστηθούν έπρεπε να κάμουν απαράλλαχτο μ' εκείνη τον κόσμο. Ο Χαγάνος χτύπησε τα παλαμάκια δυνατά. Δεν τους αγαπούσε τους Ευμορφόπουλους· τους μισούσε μάλιστα. Τον λύπησε όμως το θέαμα. Τέτοιος ήταν από φυσικό του ο Χαγάνος.

Κι ενώ τον άκουα, συλλογιζόμουνα πόσες φορές στη ζωή μου, σε πόσες ευτυχισμένες και σε πόσες θλιμμένες νύχτες, ο ίδιος πάντα, χωρίς να βλέπω από πού έχυνε τριγύρω μου το ίδιο τ' απαράλλαχτο και μονότονο τραγούδι του, χωρίς να τον νοιάζη και να πολυσκοτίζεται με την ζωή που τον τριγυρίζει, με την φύση που την νανουρίζει απαλά, με την ευτυχία και με τη δυστυχία γύρω στη μικροσκοπική εξοχότη του.

Κανένας βέβαια δε θα πιστέψη που βάσταξε ο ποταμός την ίδια χυμική σύγκραση, που είναι το ίδιο κι απαράλλαχτο νερό. Κανείς όμως πάλε δε θα πη που δεν είναι ο ίδιος ποταμός, που δε βγαίνει από την ίδια αθάνατη πηγή. Έτσι και με τις γλώσσες. Πάντα μας δείχτουν καινούριες εικόνες, ιδέες καινούριες.