United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στην Κρετσούνιτσα ζούσε ως τα πρόπερσυ ένας πιστικός, Σιάνος λεγόμενος, που πίστευε ο κόσμος, ότι τον είχαν πάρει οι Ξωτικιές. Τον είχα ρωτήσει πολλές φορές να μου ειπή πώς είταν οι Ξωτικιές, και μου έλεγε όλο και τα ίδια: — Είχα τα γίδια στην πλαγιά και καθόμουν σ’ ένα τσιογκάρι και τ’ αγνάντευα. Λάλησα λίγο τη φλογέρα, κι’ ύστερα, σα να νύσταξα, έκλεισα τα μάτια μου.

Είχα δα, η κατακαημένη, και τη μεγάλη μου κόρη Ευτυχίτσα, που την έχασα πρόπερσυ, μακάρι να της έμοιαζε ! Αχ! φώναξε η Λιόλια, και τόχα τάξει να το βγάλω Βεργινία !-μα τώρα πάει πια-τώρα ξέρω πως δε θα ζήση- . . και το πήρε στα χέρια της να το φιλήση κ' εκείνην τη στιγμή το παιδί άνοιξε τα κερένια του ματόφυλλα και φάνηκαν τα ματάκια του αναποδογυρισμένα σα να κύτταζε τη μητέρα του με τασπράδι, όπως έκανε η Βεργινία. . . . . το ξέρω 'γώ!

Αυτή θα τονε γιατρέψη τον πόνο μου, είπε μονάχος του, και κείνο ταγόρι θα γείνη ο νοικοκύρης μας. Περάσανε χρόνια, ως εφτά ή οχτώ. Ο Παυλής είχε μισέψει στη ξενιτειά, μα είταν από πρόπερσυ μεταγυρισμένος. Στο πεζούλι απάνω του Μαυρουδή κάθουνταν η τρυφερόκαρδη η Σμαράγδα και βύζαινε το πρωτογέννητό της. Ο γέρος ο Μαυρουδής κλάδευε τις πορτοκαλιές, και πότε πότε συντύχαινε και της κόρης του.