United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είταν Αύγουστος μήνας, και μέσα σταρχοντικό του απάνω σε μαλακό καναπέ κοίτουνταν κατάχλωμος και ζαρωματιασμένος ο γέρος. Τα χέρια του σαλεύανε δε σαλεύανε, κι ως τόσο τα δάκτυλά του, που χρόνια τώρα η θέλησή του να τα πη δεν μπορούσε δικά της, τρέμανε σα μισόξερα φύλλα έτοιμα να πέσουνε στη μάννα τη γης.

Τότε απαντάει ο Βρύπυλος, ο λαβωμένος άντρας «Όχι, άρχοντά μου Πάτροκλε, ολπίδα πια οι Αργίτες δεν έχουν, μον μες στα γοργά θα πέσουνε καράβια· γιατί όλοι εκείνοι, όσοι είταν πριν οι πιο καλοί μας, όλοι 825 σακατεμένοι κοίτουνται στα πλοία από κοντάρι ή σπάθα οχτρών, και πάντα αφτών πληθαίνει η δύναμη τους.

Πού να τον 'πω τον πόνο μου, πού να τον απορρίξω; Να τον ειπώ 'ςτά τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάταις, Να τον αφήσω 'στά κλαριά, τον παίρνουν τ' αγριοπούλια!... Κι' αν κλάψω, τα φαρμακερά τα δάκρυα πού να πέσουν; Αν πέσουνε, 'ςτή μαύρη γη, χορτάρι δε φυτρώνει, Αν πέσουνε 'ςτόν ποταμό, ο ποταμός θα στύψη, Αν πέσουνε 'ςτή θάλασσα, πνίγονται τα καράβια, Κι' αν τα βαστάξω 'ςτήν καρδιά, με καίν', με φαρμακώνουν Αναθεμά σε, ξενητειά, με τα φαρμάκια πώχεις!

Κι' αν οι οχτροί μας μελίσσι πέσουνε στη χώρα μας, καλώς τους να κοπιάσουν. Το χέρι ετούτο δεν απόκαμε ποτέ κρατώντας τάρματα. Κι' αν θέλη ο βασιλιάς ο πατέρας μου να κάνη χάρισμα στους οχτρούς του, έχει χώρες και θησαυρούς κι' ας τους χαρίση. Κι' αν θέλη να διαφεντέψω τη χώρα του, το αίμα μου είναι δικό του κι' ας το χύση στα πόδια τους.

Καμμιά μέρα μπορούσε να κλείση τα μάτια και τα λεφτά να πέσουνε στα ξένα χέρια. Σαν ερχότανε κοντά, το πράμμα άλλαζε. Θ' αγάπιζε τα παιδιά, θα τα πονούσε και κάτι μπορούσε να τους αφήση. Ο παπάς ήτανε φρόνιμος άνθρωπος.

Όταν πλησιάσανε στην αίθουσα του θρόνου, ο Κακαμπός ρώτησε έναν ανώτερο αξιωματικό, τι έπρεπε να κάνουνε για να χαιρετήσουνε την μεγαλειότητά του: αν πρέπει να πέσουνε στα γόνατα ή να συρτούνε με την κοιλιά· αν πρέπει να βάλουνε τα χέρια στο κεφάλι ή στον πισινό· αν φιλούνε τη σκόνη της σάλλας: μ' ένα λόγο ποια είναι η εθιμοτυπία.

Αληθινά, είπε στον Κακαμπό, αν δεν είχα ιδεί με τα μάτια μου να κρεμάνε το δόχτορα Παγγλώσση κι' αν δεν είχα τη δυστυχία να σκοτώσω το βαρώνο, θα πίστευα, πως είναι αυτοί, που τραβούνε κουπί μέσα σ' αυτή τη γαλέρα. Μόλις ακούσανε τα ονόματα Παγγλώσσης και βαρώνος, οι δυο κατάδικοι βγάλανε μεγάλο ξεφωνητό, σταματήσανε πάνω στον μπάγκο τους, αφήνοντας τα κουπιά τους να πέσουνε.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θα μπουν στην αγορά και κοντά στου Αρμοδίου τον μεγάλον ανδριάντα θα τραβάμε κλήρους πάντα, και καθένας θα μαθαίνη σε ποιό γράμμα θα δειπνήση με χαρά του να πηγαίνη. Οποιοι πέσουνε στο Βήτα, στη στοά των βασιλέων θα δειπνούνε• και στο Θήτα όσοι πέσουν, στο Θησείον και όσοι πέσουνε στο Κάππα, στη στοά των Αλευράδων. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Για να χαύτουνε; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Σου τάπα, μα τον Δία• για να τρώνε!

Πετιέται ως το Καπελιό, να δη και να μάθη τι γίνεται. Ανάστατος ο κόσμος εκεί. Έκαμε καρδιά, και στάθηκε και τους είπε να μην το κουνήσουν, ειδεμή πέτρ' απάνω στην πέτρα δε θαπομείνη, μήτε δέντρο απάνω στην ρίζα του. Μα κι άλλοι δέκα να πέσουνε με το παραμόνεμα, πάλε καιρός δεν είνε. Θάρθη η ώρα τους, κι ας μη νοιάζουνται.