United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σ' ένα αγκωνάρι ενός σπιτιού, καθισμένος διπλοπόδι ένας στραβός ζητιάνος, έπαιζε λυπηρά στο λογγάρι του μ' ένα δοξαράκι, ένα τραγούδι παραπονεμένο, ξενητεμμένο τραγούδι, και τα χείλη του έψαιλναν τρεμουλιαστά λόγια πολύ λυπηρά, πολύ πονεμένα: Ανάθεμά σε ξενητιά, εσύ και το καλό σου...

«Ο Ξένος μες στη Ξενιτειά, σαν το πουλί γυρίζει, «Σαν τον βασιλικόν ανθεί, αλλ' όμως δεν μυρίζει. «Ανάθεμα σε, Ξενιτειά, κι' εσέ και τα καλά σου, «Ούτε τ' άσπρα σου ήθελα, ούτε τα βάσανά σου.

Άφησε τα πέλαγα, τις δροσιές, το καθαρό αέρι, απαρνήθηκε τον κόσμο, τις μεγάλες πολιτείες, τη ζωή και τα καλά της και κλείσθηκε στη φυλακή, μέσα στα λιβάνια, στις κακομοιριές του κόσμου, στα βάσανα. Ένα μολύβι του πλάκωσε την καρδιά. Ανάθεμα την αρρώστεια, που τον έρριξε στη στερηά, και τους γιατρούς που τον πήραν στο λαιμό τους.

ΜΑΚΒΕΘ Πού είναι; 'χάθηκαν; — Αυτή η κολασμένη ώρα με μαύρα γράμματ' ας γραφήτου Χρόνου το βιβλίοναιώνιον ανάθεμα! — Συ εκεί έξω, έλα! ΛΕΝΩΞ Αυθέντα τι επιθυμείς; ΜΑΚΒΕΘ Ταις Μάγισσαις, ταις είδες; ΛΕΝΩΞ Δεν είδ', αυθέντα, τίποτε. ΜΑΚΒΕΘ Δεν 'πέρασαν εμπρός σου; ΛΕΝΩΞ Όχι αυθέντ', αληθινά, δεν είδα!

Η ίδια. Οι δυο γειτόνισσες βγαίνουν από την πόρτα της Πιπινιώς. Περμ. Ανάθεμά σε παλιογλωσσού, που πήρες έτσι στο λαιμό σου το παινεμένο μας το κορίτσι. Και δεν είδες πως κλείστηκε μέσα δίχως μήτε ματιά να του ρίξη; Έτσι μου θάρρεψες πως είνε σαν τη μούρη σου κ' οι αρχόντισσες!

Πλην δε τούτου υβρίζονται και υπό του πανοσιωτάτου Αββά Κρελιέρου, όστις ονομάζων αυτούς ειδωλολάτρας, διότι διατηρούσιν εν τω χριστιανικώ ουρανώ τον Ερμήν και την Αφροδίτην και αθέους, διότι αλλάσσουσι τα ονόματα των φυτών, ανακράζει ως άλλος Ιερεμίας « Ανάθεμα! Ανάθεμα! και πάλιν ανάθεμα εις την πρόοδον και την επιστήμην ».

Ανάθεμα την καλωσύνη... Μια γενιά καλωσύνες, μια γενιά με το δρόμο του Θεού, μια γενιά με το Ευαγγέλιο, με το χαμόγελο, με το γλυκό το λόγο. Τι απολάψαμε; Μας ξέχασε κι' ο Θεός με την καλωσύνη. Θυμάσαι τον παππού μου. Πού να τονέ θυμάσαι; Τονέ θυμάται ο κόσμος. Τι βγαίνει; Ο Άγιος Γιάννης. Έτσι τονέ λέγανε. Σκόρπισε το βιος του σε δικούς και ξένους.

Χωρίς λιβάνι και κηρί, χωρίς παπά και ψάλτη! Ανάθεμά σε ξενητειά, με τα φαρμάκια πώχεις!

Ανάθεμά σε, ξενητειά, με τα φαρμάκια πώχεις! Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι, Να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι, Να βρω και μια κρυόβρυσι, να ξαπλωθώ 'ςτόν ίσκιο, Να πιω νερό να δροσισθώ, να πάρω 'λίγη ανάσα, Ν αρχίσω να συλλογισθώ της ξενητειάς τα πάθη. Να ειπώ τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου. Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι.

Τα μεγάλα σπίτια, απάνω από το γιαλό, με τα σκοτεινά παράθυρα, έρημα από χρόνια, του φάνηκαν του ξένου πως του βάραιναν στο στήθος απάνω σα βουνά. — Δυστυχισμένο νησί, είπε κουνώντας το κεφάλι του. Ρήμαξε και πάει! Ο Μπαρμπα-Νικόλας σήκωσε τα μάτια του, κόκκινα φωτιά. — Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια! είπε. Η φωνή του έτρεμε.