United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο θησαυρό σου ας μείνει να σου θυμίζει τη θαφή του δόλιου καν Πατρόκλου, τι εκείνον δεν το βλέπεις πια. Και χάρισμα σ' τη δίνω 620 έτσι, γιατί δεν είσαι εσύ για πάλεμα και γρόθους. Μήτε σε τρέξιμο ποδιών δε θάβγεις ή κοντάρι, τι, γέρο, πια σε σκέβρωσαν τα χρόνια... ανάθεμά τα

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ναι· δεν είναι βαθειά 'σαν πηγάδι, ούτε πλατειά 'σαν εκκλησίας πύλη, αλλά είναι αρκετή, και θα κάμη την δουλειάν της. Αν με γυρεύης αύριον, θα μ' εύρης πα- ραχωμένον. Μ' εδιόρθωσε περίφημα, σου λέγω· 'ς τ' α- ανάθεμα και τα δύο τα σπιτικά σας! Να πάρη η ζάλη! Ένας σκύλος, ένας παληόγατος, ένας ποντικός να με σκοτώση εμένα με μίαν τσουγγρανιάν!

Τρεις από τότε η μάγισσα βραδειαίς αράδ' αράδα, — Κ' ήταν φεγγαρογιόμισμα, — κοντά 'ςτό μεσονύχτι Έβγαινε πέρ' απ' το χωριό, κατά το Ξωθιονέρι, Εκεί που ρίχνουν σαν περνούν ανάθεμα οι διαβάταις, Κ' εμάζευε όλαις ταις ξωθιαίς, ταις στρίγλαις και ταις λάμιαις Με σφύριγμα, που ετάραζε της ερημιάς τον ύπνο.

Τα πάθη των κυρίων των αυτοί τ' αναγριώνουν και ρίχνουν λάδι'ς την φωτιάν και εις τον πάγον χιόνι, και λέγουν όχι, λέγουν ναι, και 'σάν τας αλκυόνας την μύτην στρέφουν και γυρνούν με κάθε τρικυμίαν, με κάθε αλλαξοκαιριάν εκείνου 'πού δουλεύουν, και μόνον 'ξεύρουν, σαν σκυλιά, κατόπιν του να τρέχουν. Προς τον Οσβάλδον Ανάθεμα τα μούτρα σου τα σεληνιασμένα!

Εγώ όλα τα πιστεύω πια, μια και πίστεψα στον εαυτό μου. Και αυτό το χρωστάω στο Βενιζέλο. Του χρωστάω λοιπόν Τιμή και όχι Ανάθεμα». Το άρθρο μου αυτό, το κάπως προφητικό, που δε μου το υπαγόρεψε ούτε πολιτικός νους, ούτε διπλωματική γνώση και πείρα, μα απλούστατα μια πίστη σε ό,τι γινότανε τότε, το επιδοκίμασε ο Ίδας και με συνεχάρηκε γι' αυτό.

Μια μάννα, πικρόμαννα έστησε μυρολόγι: «Ανάθεμα σε ξενιτειά και τρισανάθεμά σε, Που μου κρατάς τον άντρα μου ακέρια δέκα χρόνια. Κι' εφέτος μ' αποπλάνεψες μου παίρνεις και το γυιό μου!.. »

Σαν το πουλί τριγύρω στο φείδι στρεφογυρίζει ο νους μου. Αχ, και να είταν ο Χάρος αυτό το φείδι! Είνε ο πόνος, ανάθεμά τον, ο πόνος! Ο κόσμος όλος πεθαίνει, κι αυτός βασιλεύει. Να τους σκοτώσω, θα πης! Να τους σκοτώσω, να βουβαθούν αυτές οι χαρές. Ψεύτρα, παρηγοριά! Που σκοτώνει του αλλονού τη χαρά, ζωντανεύει τον πόνο του. Απελπισιά, απελπισιά, και τίποτις άλλο. Αυτή θα είνε η αγάπη μου εμένα.

Αν έχης μέσα στο στήθος σου καρδιά και όχι πέτρα, μη λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί μου· «ανάθεμα εις τους λαοπλάνουςΤην χάριν ταύτην δεν ημπόρεσα να κάμω εις τον δυστυχή νεκροθάπτην, διότι ολίγην έχω φωνήν και δεν αγαπώ τας φωνάς.

Κάτω από τα χυτά μαρμαροτράχηλα ανέτελεν αυγερινός το στήθος της· και κάτω από το μεσοφούστανοπ’ ανάθεμά το! — οι κνήμες τορνευτές, τα σφυρά, τα ρόδιν' ακροδάχτυλα, ξέφευγαν ανεμόφτερα με τη χάρι της Αυγής. Εκείνη όμως αδιάφορη στον πειρασμό μας, έτριβε με πάθος τα σανίδια και κάθε τόσο αργυρογελώντας έλεγε στον Πέτρο Ζούμπερο. — Ε, καλό γραμματικούδι· δεν με παίρνετε μούτσο σας;

Κ' η φτωχιά χωριάτισσα συντριμμένη από τη λύπη, βλέποντας να γκρεμίζεται μπροστά της ο καλός παλιός κόσμος άλλης ζωής κι άλλων αισθημάτων απομένει βουβή στην αρχή. Ύστερα σηκόνει τη ζαρωμένη γροθιά της θυμωμένη κατά το τραίνο που χάνουνταν πια, και ξεθυμαίνει σ' αυτό: — Ανάθεμά σε, σιδερόδρομε, εδώ που βρέθηκες!... Καιρός τόρα και τη θυμούμαι αυτή την ιστορία.