Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Πρώτον να εξετάσωμεν αυτά τα οποία τόρα μας φαίνονται ότι είναι ξεκαθαρισμένα, μη τυχόν δεν είμεθα καλά εξηγημένοι ως προς αυτά, και αβασανίστως μένωμεν σύμφωνοι, ότι τα εννοούμεν ευκρινώς. Θεαίτητος. Ειπέ σαφέστερον, αυτό το οποίον λέγεις. Ξένος. Μου φαίνεται ότι χωρίς να κουρασθή πολύ μας ωμίλησε ο Παρμενίδης, και οστισδήποτε άλλος ετόλμησε να ορίση, πόσα είναι τα όντα και ποία; Θεαίτητος. Πώς;
Οι Σαμαρείται έτρεξαν έξω της πόλεως, κ' ενώ ούτοι επλησίαζον, οι μαθηταί προέτρεπον τον Κύριον να φάγη, διότι παρήλθεν η μεσημβρία, και είχε κουρασθή πολύ. Αλλ' η πείνα εθεραπεύθη εν τη εξάρσει του κηρύγματός Του. Έχω βρώμα φαγείν, είπεν, ό υμείς ουκ οίδατε.
Ανέβηκα εις τον Όλυμπον και αφού έκαμα μίαν προμήθειαν τροφών όσον το δυνατόν ελαφροτέραν εξεκίνησα κατ' ευθείαν προς τον ουρανόν. Κατ' αρχάς μ' εζάλιζε το ύψος, αλλ' έπειτα συνείθισα. Όταν δε έφθασα εις την σελήνην, πολύ υπεράνω των νεφών, ησθάνθην ότι είχα κουρασθή, μάλιστα εις την αριστεράν πτέρυγα, την γυπίνην. Επλησίασα λοιπόν εις την σελήνην και εκάθησα διά ν' αναπαυθώ.
Με αυτούς τους συλλογισμούς το πονετικό κορίτσι έφθασεν έως τον μισόν δρόμον χωρίς διόλου να κουρασθή. Είδε τότε τον ήλιον υψηλά και ενόησεν ότι ήτο μεσημέρι· εκάθισεν εις την σκιάν, κάτω από ένα δένδρον διά να φάγη το πτωχικόν της γεύμα· ολίγαις μόνον εληαίς και ψωμί είχε βάλει η μητέρα της εις το καλαθάκι της. Αυτό μόνον είχαν οι πτωχοί άνθρωποι εις το σπίτι!
Και επειδή ήθελε και πάλιν να απευθύνη την προσευχήν του προς τον Λυτρωτήν, εγονυπέτησεν, εσταύρωσε τας χείρας και ύψωσε τους οφθαλμούς προς τους αστέρας, οίτινες επάλλοντο εκεί υψηλά, εις το άνοιγμα του καταπετάσματος. Η στάσις αύτη δεν ήρεσεν εις το πλήθος. Οι θεαταί είχον κουρασθή να βλέπουν εκπνέοντα πρόβατα. Εάν ο γίγας ηρνείτο να αμυνθή, το θέαμα θα απετύγχανεν.
Ο Αγαθούλης του βεβαίωσε με όρκο, πως τίποτε δεν ήταν αληθινώτερο απ' αυτό. Τα δάκρυά τους ξαναρχίσανε να τρέχουν. Ο βαρώνος δεν μπορούσε να κουρασθή φιλώντας τον Αγαθούλη· τον ονόμαζε αδερφό του, σωτήρα του. — Α! ίσως, του είπε, θα μπορέσουμε μαζί, αγαπητέ μου Αγαθούλη, να μπούμε νικητές στην πόλη και να πάρουμε την αδερφή μου Κυνεγόνδη.
Ποτέ διατρέχων τα βουνά δεν είχε κουρασθή όπως εκ των συγκινήσεων της ημέρας εκείνης και της συρροής και διαδοχής των εντυπώσεων. Ο θόρυβος του χωριού και της αγοράς εβόμβει ακόμη εις την ακοήν του και αι δριμείαι οσμαί των εμπορευμάτων και των ναργιλέδων του Σμυρνιού τον παρηκολούθουν. Ήτο ως μεθυσμένος. Αλλ' εις την ζάλην εκείνην ήκουε τους ψιθυρισμούς των γλυκυτέρων και ωραιοτέρων υποσχέσεων.
Εάν δε ενθυμούμην την γενεαλογίαν του Ησιόδου, και ποίους άλλους παλαιοτέρους προγόνους αυτών αναφέρει, δεν θα έπαυα να διηγούμαι, ότι ορθώς είναι βαλμένα τα ονόματα εις αυτούς, έως ότου να δοκιμάσω τι θα κάμη επί τέλους αυτή μου η τορινή σοφία, άραγε θα κουρασθή ή όχι, αυτή που μου κατέβη τόρα έξαφνα έτσι δα χωρίς να εννοήσω πόθεν. Ερμογένης.
Εκείνοι εν τη αδυναμία των είχον νομίσει περί του Σαββάτου ως εάν ο Θεός έπαυσε να εργάζηται κατ' αυτό επειδή είχε κουρασθή. Εκείνος τους λέγει ότι η αγία εκείνη ανάπαυσις είνε ευεργετική ενεργητικότης. Εφρόνουν προφανώς, όπως φρονούσι πολλοί και σήμερον, ότι ο Θεός παρητήθη και μετέδωκεν είς τινας αφώνους δυνάμεις την δημιουργόν ενέργειάν Του.
Αλλ' όσοι είχον κουρασθή από το έγκλημα και την παραφροσύνην, όσοι κατεπατούντο, εκείνοι, ων η ζωή ήτο ζωή δυστυχίας και φόνου — πάντες οι καταπιεζόμενοι, πάντες οι τεθλιμμένοι, πάντες οι απόκληροι . . . ήρχοντο διά να ακούσωσι την έκπαγλον διήγησιν περί του Θεού εκείνου, όστις δι' αγάπην προς τους ανθρώπους κατεδέχθη να σταυρωθή και εξηγόρασε τας αμαρτίας των.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν