United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνοι εν τη αδυναμία των είχον νομίσει περί του Σαββάτου ως εάν ο Θεός έπαυσε να εργάζηται κατ' αυτό επειδή είχε κουρασθή. Εκείνος τους λέγει ότι η αγία εκείνη ανάπαυσις είνε ευεργετική ενεργητικότης. Εφρόνουν προφανώς, όπως φρονούσι πολλοί και σήμερον, ότι ο Θεός παρητήθη και μετέδωκεν είς τινας αφώνους δυνάμεις την δημιουργόν ενέργειάν Του.

Και ο παπ' Αγγελής, ον είχε παρακαλέσει ο Γιάννης ο Κούτρης να υπάγη να τους λειτουργήση την ημέραν του Πάσχα, ηγνόει εις ποτέραν των δύο ομωνύμων ήτο καθιερωμένος το πάλαι ο ναός. Διότι υπάρχουσι δύο Άγιαι Αναστασίαι, η Ρωμαία και η φαρμακολύτρια. Οι αιπόλοι εφρόνουν ότι η Αγία Αναστασία είνε αυτή η Ανάστασις.

Μετά την Γραφήν έρχονται οι Έλληνες, μετά την θρησκείαν η πατρίς. Και ούτοι όμως, αν δεν απατώμαι, εφρόνουν ότι η ελευθερία της εκφράσεως είναι αναγκαία εις τους κωμικούς. Ο Αρχίλοχος τουλάχιστον, ο Αριστοφάνης, ο Θεόκριτος, ο Λουκιανός και λοιποί, αμιλλώνται ποίος να υπερβή τον άλλον κατά την βωμολοχίαν, την οποίαν και αυτός ο Αριστοτέλης αναγκάζεται να παραδεχθή ως αναγκαίον κακόν.

Ήτο ο δεκατιστής. Ούτως επωνόμαζον πλέον οι νησιώται τον κυρ-Δημάκην, συνηθίσαντες τόσον εις την παρουσίαν του, ώστε αν ηφανίζετο καμμίαν ημέραν, εφρόνουν ότι θα ηφανίζετο μετ' αυτού και η ευφορία των ελαιών. Αυτάς πρώτος, και προ της ανθίσεως ακόμη, ότε μόλις εσχηματίζετο ο κάλυξ τον Απρίλιον, έφερεν εις το χωρίον την είδησιν: — Δείξανε η εληές!

Ξένα πλοία δεν είχον εισέτι συληθή υπό των Τούρκων, ώστε, υπό την Ρωσσικήν της γολέτας σημαίαν, εφρόνουν ότι πας άμεσος κίνδυνος εξέλιπε. Εφανταζόμην δε, ότι φεύγοντες την Σμύρνην εφεύγομεν τους τρόμους και τα βάσανα και τους κινδύνους, και ελησμόνουν την πρώτην μου απ' αρχής εντύπωσιν, ότι μεταβαίνοντες εις Χίον δεν εσωζόμεθα από τους Τούρκους.

Ο Πλειστονίκης, μάρτυς αυτόπτης του συμβάντος, διηγήθη αυτό εις τον Αύλον Γέλλιον, συγγραφέα της Ρώμης. Αλλ' οι σοφοί προγονοί μας εφρόνουν ότι, αν ο ευεργετούμενος πρέπη να ενθυμήται την ευεργεσίαν, ο ευεργετών απ' εναντίας πρέπει να λησμονή αυτήν. Όσω ευκολώτερα λησμονεί ο ευεργετών την ευεργεσίαν, τόσω η αξία αυτής αυξάνει, και τόσω ζωηρότερα συναισθάνεται αυτήν ο ευεργετούμενος.

Αλλά τότε εφρόνουν ότι ο θάνατος είναι η μεγίστη των ποινών. Δεν με εθεράπευσαν εκείνοι· ο γέρων ιερεύς της Τήνου με έπεισεν ότι η ζωή είναι ποινή βαρυτέρα του θανάτου. Ω, είχε δίκαιον! Του υπεσχέθην ότι θα παραμείνω μέχρις ου έλθη απρόσκλητος ο θάνατος. Ποσάκις μετενόησα διά την δοθείσαν υπόσχεσιν, ποσάκις ηθέλησα να πατήσω τον όρκον μου! Αλλ' όχι! θα τον τηρήσω πιστώς!

Μετά έξ εκατονταετηρίδας, ο Μωάμεθ παρέστησεν ως σύμβολον των αξιώσεών του ένα κομήτην επιφανέντα επί της εποχής του. Και αυτοί μάλιστα οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι εφρόνουν πάντοτε ότι αι γεννήσεις και οι θάνατοι των μεγάλων ανδρών συμβολίζονται διά της εμφανίσεως και εξαφανίσεως ουρανίων σωμάτων, μία δε τοιαύτη παράδοσις διεσώθη και μέχρι νεωτέρων σχετικώς χρόνων.

Η Λιαλιώ επίσης υφίστατο άγνωστον θέλγητρον, και τα βλέμματά των συνηντήθησαν. — Κάνουμε πανιά; επανέλαβεν η νεαρά γυνή. Φαίνεται, δεν είχε παύσει να το σκέπτεται, αφότου πρώτην φοράν το είπε, και το έλεγε με τόσον αφελή και φυσικόν τρόπον, ως να ηρμήνευε τι εφρόνουν και οι δύο. — Κάνουμε, απήντησεν ασυνειδήτως ο Μαθιός. Και επειδή δεν είξευρε τι έλεγε, την φοράν ταύτην ουδ' ηρώτησε &με τι&.

Εφρόνουν μεν ότι η Ωρωπία, εις τα όρια της οποίας εγένετο η μάχη και έκειντο οι νεκροί, ήτο υπήκοος των Αθηναίων, δεν εφρόνουν όμως ότι ηδύναντο να λάβουν τους νεκρούς άνευ της συγκαταθέσεως αυτών των Βοιωτών· αφ' έτερου δεν ήθελαν να συνθηκολογήσουν ως περί χώρας που ανήκεν εις τους Αθηναίους και επροτίμησαν να αποκριθούν αορίστως ότι ώφειλαν να αναχωρήσουν εκ της Βοιωτίας και να λάβουν όσα ζητούν.