United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, βλέπω· έχεις βάλει σκουλήκι, διά να βγάλεις μετάξι. . . Ω, και πόσο πολύ! — Ναι· αλλά θα γνωρίζεις ίσως, ότι το σκουλήκι διά να προκόψει χρειάζεται μεγάλην καθαριότητα, ενώ εδώ μέσα, αφ' ότου αρρώστησα, δεν εμβήκε κανείς να καθαρίσει. — Θα εκκαθάριζα εγώ, είπεν η Φωτεινή, αλλ' ο παππούς είνε άρρωστος και μόνος και κοντεύει να βραδιάσει....

Βρε, σκοτίζει βλέπω· είπε με απορίαν· μα την αλήθεια! επρόσθεσε μειδιών, δεν 'πήγε χαμένος ο κόπος μου· τώδωσα και κατάλαβε. Κ' έφερε πάλιν μετά βίας τα χείλη εις την τρύπαν μετά πάθους. Η ησυχία αποκατέστη πάλιν.

Μη φοβάσαι, κοπέλλα μου, μη φοβάσαι, την καθησύχασε κείνος· έχω δυο μάτια εγώ, δυο μάτια που βλέπω· ένα για τα ψηλά κ' ένα για τα χαμλά... μη φοβάσαι. — Δυο μάτια είχε κι ο αδερφός σου. — Μα δεν είχε μαζί του το φυλαχτό. — Ποιο φυλαχτό; — Εσένα, ψυχούλα μου... Έφτασε ως τόσο κ' η μέρα του γάμου. Από την προπαραμονή άρχισαν νάρχωνται πλήθος τα δώρα.

Δε μου το ξηγάς; — Γιατί όχι· χαρά μου είνε να σε ξαναφέρω πάλε στη μάννα σου. Για ποιόν άλλον τόκαμα το κέντημα παρά για σένα. Να, βλέπεις εδώ το μεγάλο κύκλο με τα ρουμπίνια. — Ναι, τον βλέπω· παίζουν γλυκόχρωμα στα μάτια μου τα ρουμπίνια· μα στέλνουν και κάποια αρμονία στην ψυχή μου. Μην είνε αίματα και χλαλοή πολέμου; — Είνε ο κύκλος ο Ακριτικός· κάθε ρουμπίνι και ήρωας.

Ζώντα δεν βλέπω· ουδ' άφησε Καν ένα η σκληρά τύχη Επάνω εις τέτοιον θέατρον, Τ' έθνους να κλαίη την άωρον Τρισάθλιον μοίραν. Μεγάλη, τρομερή, Με τα πτερά απλωμένα, Καθώς αετός ακίνητος, Κρέμεταιτον αέρα 'Ψηλά η Διχόνοια. «Εγώ, » φωνάξει «εγώ «Από τον κόσμον έσβυσα «Ένα λαόν· και ταύτην «Την γην εξολοθρεύσασα «Τώρα εωρτάζω

Άξιζε τάχα τέτοια θυσία; εμουρμούρισε αργά και στοχαστικά σα να ρώταε τον εαυτό του. — Άξιζε δεν άξιζε εκείνοι δεν το λογάριασαν. Είπαν να κάμουν κράτος και τόκαμαν· τ' άλλα τ' άφηκαν στα παιδιά τους... Μα σα να κουράστηκες βλέπω· πρόσθεσε η κόρη βλέποντας το Δημητράκη αφαιρεμένο. Σε ζάλισα με το κέντημά μου. — Όχι, Ελπίδα, όχι· είπε βιαστικά εκείνος εμποδίζοντάς την να τυλίξη το μετάξι.

Πλειότερον απ' όλαις την αγαπούσα, κ' ήλπιζα παρηγοριάν να εύρω μια μέρατην αγάπην της. — Να μη σε βλέπω· φύγε! 'Σ τον τάφον μου ανάπαυσιν κ' ειρήνην να μην έχω, αν του πατρός της την καρδιάν ποτέ την ξαναεύρη! — Ποιος είν' εκεί; — Πηγαίνετε να φέρετε τον Γάλλον.

« Βλέπω· ταις ράχαις έπιασε » Το Τούρκικο τ' ασκέρι, » Κανόνια τρία 'στήθηκαν »'Σ τη Μύτικ' αντικρύ μας, » Αλόγατα χλημίντριζαν »'Στούς κάμπους. . . Τη ζωή μας, » Εις του Θεού αφήκαμε » Το έσπλαχνο το χέρι

Λες πως πλαγιάζουν και χουζουρέβουν και πως τις βάζει ο ήλιος να κοιμηθούν· «Εδώ μ' αρέσει, αχτίδες μου χρυσές, εδώ μ' αρέσει να σας βλέπω· αφανίζεστε όλη μέρα απάνω στις κορφές, στα καλντερίμια, στις κοφτερές τις πέτρες· εδώ κάτω να ξεκουραστήτε· έχετε στρώμα κι απακκούμπιΈνα πρωί, από τ' Απεράθου, είδα και την Αμοργό. Είταν ψιλούτσικη καταχνιά, μια περίεργη καταχνιά, σα φωτολουσμένη.

Ω, πόσες νοστιμάδες και ωραιότητας βλέπω· ποτέ εις την ζωήν μου παρόμοια δεν είδα, ω τι ευγενικόν υποκείμενον, που εις τους οφθαλμούς μου παρασταίνεται· είνε αμαρτία μίαν τέτοιαν ωραιότητα να την χαίρεται ένας αδύνατος γέρων.