Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Ο καημένος ο γέρος! Τέσσερα χρόνια με γιάτρευε, με παρηγορούσε, με καθοδήγευε, και με μάθαινε να δουλεύω, να δουλεύω και να ξεχνώ...... ..... Και δούλευα, και δούλευα και ξεχνούσα. Σαράντα χρόνια δούλευα και ξεχνούσα..... ... Κλειστό βιβλίο τα σαράντα εκείνα χρόνια... ......Ήρθα, τώρα κ' ένας χρόνος, από τα ξένα, στο ίδιο το χωράφι, στο ίδιο ταμπέλι που ξέρεις. Τα βρήκα όλα ξερά, ρημασμένα.
Ξέραμε και γράμματα εμείς, και ο δάσκαλος, απάνω στη δασκαλοκαθέδρα, μας μάθαινε την ιστορία, μας έλεγε για τους μεγάλους βασιλιάδες και τους μεγάλους πολέμους, για τους θεούς τους αρχαίους, που χάθηκαν, για τους ήρωες τους ξακουστούς, για τους μαρμαρένιους ναούς, που κοίτονται τώρα γκρεμισμένοι τριγύρω μας και.... τι δεν μας έλεγε!... Η γιαγιά η κακομοίρα δεν ήξερε τίποτε απ' όλα αυτά.
Κι' όμως εγώ όταν βρεθώ στο άνυδρο το Άργος εκείνος με φιλοξενεί και με περιποιείται. ΧΟΡΟΣ Αφού όμως είναι φίλος σου όπως τον λες, τι κρύβεις τη συμφορά σου απ' αυτόν και δεν την φανερώνεις; ΑΔΜΗΤΟΣ Αν μάθαινε τον πόνο μου, θα ήθελε να μείνη; Ξέρω πως ό,τι έκαμα θα σας φανή μια τρέλλα, και δεν θα μ' επαινέσετε. Μα το δικό μου σπίτι δεν έμαθε τους ξένους του να διώχνη, ν' ατιμάζη,
Τη μάθαινε ακόμη να παίζη το σουραύλι· κι όταν εκείνη άρχιζε να φυσάη, αυτός, αρπάζοντας το σουραύλι περνούσε γλήγορα τα χείλη του απάνω από τις τρύπες· και φαίνονταν πως τη διόρθωνε που έκανε λάθος, μα με τρόπο στο σουραύλι φιλούσε τη Χλόη. Κ' ενώ έπαιζε μεσημεριάτικο σκοπό και τα κοπάδια στάλιζαν, η Χλόη αποκοιμήθηκε χωρίς να το νοιώση.
Γι' αυτό, όταν ο παπάς της είπε: «γεράσαμε, Ταρσίτσα, δεν το κατάλαβες;» ξαφνίστηκε σαν να μάθαινε πρώτη φορά ένα πράμμα που δεν τώχε βάλει ο νους της. Είχε γεράσει το λοιπόν η Ταρσίτσα; Από πότε ως πότε; Η καρδιά της, η ψυχή της, το είναι της όλο δεν είχαν αλλάξει σε τίποτε.
Μα σε κείνα τα χρόνια, δε μιλούσαν έτσι μονάχα οι βασιλιάδες· είτανε της καλής αναθροφής να ξέρη κανείς τα λατινικά, κ' ένας προκομμένος νέος το είχε συστατικό του σαν τα μάθαινε.
Βαριά θα βόγγαε ο Πηλιάς, ο γερο-αλογολάτης, 125 των Μυρμιδόνων μαχητής και γνωμοδότης άξιος, πούχερε τόσο σπίτι του ρωτώντας με μια μέρα, και μάθαινε κάθε Αχαιού τη φύτρα, την πατρίδα· τώρα όλοι ομπρός στον Έχτορα αν μάθαινε πως τρέμουν, πολλές φορές θα σήκωνε στον ουρανό τα χέρια, 130 να κατεβεί οχ τα στήθια του νεκρή η ψυχή στον Άδη.
Να μην το πης κανενός!» Γιατί, αν τόλεγα, θα το μάθαινε Εκείνος! Σώπα, σώπα! Να μην ακούσω τη φωνή σου. Αν ακούσω τη φωνή σου, μπορεί πάλε να σε πιστέψω, και δε θέλω. Και δεν πρέπει να σε πιστέψω. «Τι αξίζω, να με πάρης γυναίκα;» Ναι! Τι αξίζεις; Τώρα το ξέρω τι αξίζεις, γιατί το είδα. Ποιος είχε δίκιο; Ο Καρλής, πάντα ο Καρλής. Μαζί μου ή και με κανέναν άλλο, το ίδιο της είναι.
Κ' έπλασε το δικό του κόσμο έξω στο νησί, Όταν η θαλασσοταραχή έβραζε κι ο άνεμος βογγούσε, έστεκε στο παράθυρο και κοίταζε όξω τη θάλασσα, που βούιζε, και μπορούσε να μένη ώρες εκεί. Όταν ο ουρανός είτανε γαλανός κι ο άνεμος φυσούσε στο νησί ψυχρός και σιγανός, κατέβαινε μόνος στο αγιάλι, ψάρευε θαλασσινά άστρα και μάθαινε να παίζη με βαρκούλες.
Αν είχατε, θα μας δείχνατε μεγαλύτερη αβρότητα. Ο Καλίφης, που από φυσικού του ήταν πολύ νευρικός, υπέφερε πολύ περισσότερο από τους άλλους, αισθανόμενος ότι η ζωή του ήταν στο έλεος μιας δίκαια προσβεβλημένης κυρίας, αλλά όταν άκουσε την ερώτησή της, άρχισε να αναπνέει πιο ελεύθερα, γιατί πίστευε ότι μόλις αυτή μάθαινε το όνομά του και τον βαθμό του, θα πέρναγε ο κίνδυνος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν