United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Παυλίνα τράβηξε μια χρυσή καρφίτσα απ' τα μαλλιά της και τρύπησε άπονα το στήθος της κούκλας, για να ιδή αν είχε καρδιά μέσα της. Δεν βγήκε σταλαγματιά αίμα. Η καημένη η κούκλα δεν είχε καρδιά. Την άφησε τότε στη γωνιά της και την ξαναξέχασε.

Κοντοζυγόνει· ξανοίγει χάμου μία λακκούλα που εδεχόταν του βράχου τη διαμαντένια σταλαγματιά. Του ήρθε σαν δίψα·γονατίζει, πίνει από το νερό· ξεδιψάει. Του ήρθε σαν κάμμα· παίρνει από το νερό και νίβεται· δροσολογάται. Αστόχαστα βγάνει κ' ένα ψαράκι που ηύρε νεκρό στις πέτρες και το ρίχνει μέσα.

Ω φίλτατε Έκτωρ, πώς ενθυμούμαι ότι, αν κάποτε η Κύπρις σου ενέπνεεν αδυναμίαν, εγώ την υπέφερα και πολλάκις έδωκα τον μαστόν μου εις τα νόθα παιδία σου, διά να μη σε πικράνω. Με αυτήν την συμπεριφοράν είλκυα προς εμέ τον άνδρα μου. Ενώ συ φοβείσαι μην εγγίση έστω και μια σταλαγματιά δρόσου τον άνδρα σου. Πρόσεξε μήπως περάσης εις το πάθος προς τον άνδρα ακόμη εκείνην που σ' εγέννησε.

Η κυρά, που ελογίαζα πως να μην έχη πλέον αναπνοήν, ακούω να μου λέγη· Ω Μουσουλμάνε, λάβε έλεος και σύντρεξέ με αν αγαπάς τον Πλάστην· βάλε μου μίαν σταλαγματιά νερό εις το στόμα μου, διά να μου παύση η θανατηφόρος μου δίψα που με ενοχλεί.

την άκρη της Σελήνης τρεμοκρέμεται βαρειά κι' ατμούς γεμάτη μια σταλαγματιά. Προτού να πέση κάτω θα την πιάσω 'γώ. Θα την κατασταλάξω με τα μάγια μου, να βγάλω από μέσα τα εξωτικά, που η απατηλή των η εμφάνισις τον Μάκβεθ θα τον κάμη να καταστραφή. Τον Θάνατον, την Τύχην, δεν θα τα ψηφά· θα υποβάλη όλατην ελπίδα του, και φρόνησιν και φόβον και ευσέβειαν!

Ο Καλίφης αφού έπιεν, ηθέλησε να επιστρέψη το ποτήρι, μα έμεινεν εκστατικός οπόταν το είδε πάλιν γεμάτο από κρασί πριν το δώση. Αυτός το ξαναπίνει έως την ύστερη σταλαγματιά, και εκεί που ήθελε να το επιστρέψη το βλέπει πάλιν γεμάτο ωσάν το πρώτο, χωρίς κανείς να το γεμίση.

Μια σταλαγματιά αίμα έσταξε απ' το λευκό της δάκτυλο. Μ' ένα γλυκό πόνο σκούπισε κρυφά το δάκτυλο στα μαλλιά της. Έτσι ζούσανε κάμποσο καιρό ευτυχισμένοι ο Παύλος κ' η Παυλίνα. Άξαφνα η Παυλίνα, αφού είχε πάρει το νου, την καρδιά και τη ζωή του Παύλου, όλα δικά της, άρχισε να θλίβεται και να παραπονιέται.

Μια σταλαγματιά αίμα πήδησε απ' το λευκό αγκύλωμα. Η Παυλίνα έβαλε ένα γέλιο τρομαγμένο και τραβήχθηκε μακρυά. — Τι τρέλλα! είπε. Ονειρεύομαι ξυπνημένη. Έπεσε μ' ένα όμορφο κίνημα στο λευκό της κρεββάτι κι' αποκοιμήθηκε γλυκά. Τα μάτια της κερένιας κούκλας μένανε ανοικτά μες στο σκοτάδι και υγρά, σα δακρυσμένα.