United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν σας φαίνονται σαν τα μικρά παιδιά που κάνουν κουρμαντέλα;». Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ο Συβίας υγιής τους πόδας, είχε κουτσαθή προ ολίγον ετών υπό τίνος οργίλου και φιλεκδίκου χωρικού, τον οποίον είχε παραφορτώσει με τα σκώμματά του. Με όλον όμως το πάθημα, δεν ηδυνήθη να επιβάλη χαλινόν εις την γλώσσαν του, και εις τους ελέγχοντας αυτόν οικείους έλεγεν· — Η ψυχή θα βγη πρώτα, κ' ύστερα το χου.

Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη, κ' έκαμνε τρις το σημείον του Σταυρού, κ' έλεγεν· «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλ' οι ξένοι κ' οι διαβάτες, και τα πετεινά τουρανού, και να πάρω κ' εγώ τον κόπο μουΕγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω το εθέριζα εν μέρει.

Τρα λα λα λα ρη λα ρη, κτλ. Ο Μάχτος εσύριζεν άλλον ήχον, όστις αντέφασκε και κατά μέλος και κατ' έννοιαν προς τον υπό του Βούγκου αδόμενον. Ο γέρων εγόγγυζεν, εψιθύριζεν, εστέναζεν αδιακόπως, και συνάμα κατέφερε την σφύραν επί του άκμονος. Η μαστόρισσα εμειδία, εμόρφαζεν, εδείκνυε τους δύο κρεμαστούς οδόντας, και έλεγεν·Άκουσέ τους, πώς το τερετίζουν. Μία χαρά!

Ημείς θέλομεν ξεδικηθή, μου έλεγεν· ο φίλος μας που ενόμιζε να γένωμεν παίγνιον εις τον κόσμον θέλει γένη αυτός μύθος της χώρας. Και κατά αλήθειαν ευθύς που η Ζεμπρούδα εμίσευσεν από τον κριτήν, αυτός έστειλεν ένα μουχξούρι εις το σπήτι του Ουστά Ομάρ, και τον έκραξε διά να έλθη εμπροστά του. Ο βαφιάς ήρθεν όλος τρεμάμενος έμπροσθέν του τον οποίον βλέποντας ο κριτής, τον έβαλε να καθήση κοντά του.

Όθεν αυτός αναστενάζοντας έλεγεν· Αλλοίμονον εις εμένα· ω της ασελγείας, ω της παρανομίας των γυναικών! αδελφέ, είμαι εις μεγάλην αδημονίαν, εχάθη η εμπιστοσύνη από τας γυναίκας· ας φύγωμεν από τούτον τον τόπον τι μας χρησιμεύει το βασίλειον και η δόξα, όταν οι ίδιές μας γυναίκες μας προδίδουν την τιμήν; ας υπάγωμεν εις άλλα βασίλεια να ζήσωμεν ωσάν ξένοι και αγνώριστοι.

Όταν μετ' ολίγον εξύπνησα, ως συνέχειαν του ονείρου έσχον εν νω την ανάμνησιν της ιστορίας του τυφλού, τον οποίον ο Χριστός εθεράπευσε, καθώς είχον ακούσει τον διδάσκαλόν μας εις την Ιεράν Ιστορίαν· «Κατ' αρχάς μεν είδε τους ανθρώπους ως δένδρα· δεύτερον δε τους είδε καθαρά . . . » Πλην δεν εξύπνησα ακόμη, πριν ακούσω τι έλεγε το φάσμα· η κόρη — η δρυς, είχε λάβει φωνήν και μοι έλεγεν·

Ποτέ δεν το είχεν ειπεί ούτε εις τον πνευματικόν της, εις τον οποίον άλλως πολύ μικρά πράγματα έλεγεν· ακριβώς εκείνα μόνον τα συνήθη αμαρτήματα, όσα εκείνος ήξευρε προτού να τα είπη αυτή· δηλαδή κακολογίαν, θυμούς, γυναικείας κατάρας και τα τοιαύτα.

Και έτσι λέγοντας εβγήκε με πολλήν σύγχυσιν από τον χοντζερέ της Σχυρίνας, και επήγε ζητώντας εις όλον το παλάτι διά να με εύρη· μα εστάθηκαν μάταιες η εξέτασες που έκαμε, Και όλος θαυμασμένος έλεγεν· αλλά πώς εκείνος ο αυθάθης ημπόρεσε να έμπη εις τούτο το καστέλλι; ετούτο είναι εκείνο που δεν ημπορώ να καταλάβω.

Ο εκαντόταρχος προσεκάλεσε διά παλαμοκρουσίας τον υπηρέτην του, και μετεβίβασεν αυτώ την διαταγήν του άρχοντος. Εντός ολίγων στιγμών οι τέως υπνώττοντες στρατιώται ήσαν όρθιοι και έτοιμοι. Εν τω μεταξύ ο άρχων έλεγεν·Αυτοί θα είνε εδώ σιμά. Νομίζω, μετέβησαν προς εκείνο το μέρος, είπε δείξας την παραλίαν. — Πιστεύω. — Όπως και αν έχη, δεν δύνανται ν' απομακρυνθώσι πολύ. Δύνασαι να τους φθάσης;

Ο Καλίφης δεν είχε χορτασμόν από την όρεξιν που είχε να το θεωρή, και να αισθάνεται εκείνες τες ευωδίες· και ευθύς επήρεν από έμπροσθέν του εκείνο το δένδρον, και ο Καλίφης έμεινε συγχισμένος που το εσήκωσεν έτσι ογλήγορα, εις καιρόν που είχε την ευχαρίστησιν να το θεωρή, και στοχαζόμενος έλεγεν· άρα γε να εφοβήθη να μη του το ζητήσω να μου το χαρίση και το εσήκωσεν, και αφ' ότι βλέπω τούτος είναι ένας άνθρωπος, που δεν ειξεύρει την διάκρισιν και την ευγένειαν, καθώς το εστοχαζόμουν.