United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περί μεν της κυρίας ηδύνατό τις εκ πρώτης όψεως, άνευ δισταγμών, να βεβαιώση ότι προ τριάκοντα ή και περισσοτέρων ετών υπήρξεν εκτάκτως ωραία αλλ' ήδη ούτε το χρώμα, ούτε η κόμη, ούτε τα οφρύδια, ούτε οι οδόντες ουδ' άλλο τι ήτο παρ' αυτή αληθινόν πλην μόνων των κοσμούντων τα ώτα και τους δακτύλους της αδαμάντων.

Το να πεισθώμεν δεν ήτο δύσκολον, αλλά πού να μείνωμεν, πού να κατακλίνωμεν την κεφαλήν εις τον νέον τούτον της εξορίας σταθμόν ; Ο αγαθός Σπετσιώτης ενόησε, φαίνεται, την αιτίαν των δισταγμών μας. ― Ελάτε εις την οικίαν μου, είπεν. Ο πατήρ μου εφονεύθη πολεμών, η μήτηρ μου απέθανε, και είναι έρημος η φωλεά μου. Κατοικήσατε την όσον καιρόν θέλετε. Ελάτε.

Χωρίς να ζυγίση τα υπέρ και τα κατά του διαβήματος, μη έχων άλλως τε τον καιρόν να πολυσκεφθή περί τούτου, υπείκων εις της στιγμής την ώθησιν, περιχαρής διά την παρουσιαζομένην διέξοδον εκ των δισταγμών όσοι τον εβασάνιζον, εχαιρέτησε τον γέροντα και εστάθη καταντικρύ του. — Κύριε Μητροφάνη, χαίρω ότι σας απήντησα, διότι έχω να σας είπω δύο λέξεις.

Νομίζω δε ότι και ο Τισσαφέρνης ήθελε το αυτό· αλλ' ούτος μεν ένεκα φόβου, ο δε Αλκιβιάδης, μάρτυς των δισταγμών εκείνων, ήθελε να κρύψη από τους Αθηναίους την ιδίαν του αδυναμίαν. Επροτίμησε λοιπόν να φερθή ούτως ώστε να πιστεύσουν οι Αθηναίοι ότι ο Τισσαφέρνης επεθύμει μεν να έλθη εις συμβιβασμόν, αλλ' ότι δεν ήτο ευχαριστημένος από τας παραχωρήσεις των.

Και εξηπλώθη πάλιν υπό τα σκεπάσματά του με την καρδίαν ελαφράν και τον νουν ήσυχον, ελεύθερος υποψιών και δισταγμών και τύψεων συνειδήσεως. Ο ήλιος εισερχόμενος απλέτως εις το δωμάτιον τον εξύπνισε μίαν όλην ώραν βραδύτερον του συνήθους. Πρώτην φοράν επί ζωής του συνέβαινε τούτο εις τον τυπικόν καθηγητήν, προς άκραν απορίαν της Φλουρούς. Η κεφαλή του ήτο βαρεία, — έκαιον οι οφθαλμοί του.

Ότε ο φιλόσοφος είχεν εξέλθει μετά την μακράν εκείνην προσευχήν ην απηύθυνε εις τους θεούς, είχε καθίσει έξω εγγύς της θύρας, και έπλεεν εις πέλαγος διανοημάτων και δισταγμών. Δεν παρήλθε πολύς χρόνος, και η Αϊμά είχεν εξεγερθή. Τότε ο φιλόσοφος ήκουσε τον σφοδρόν εκείνον διάλογον μεταξύ της κόρης και του πρώτου των Γύφτων.

Αλλά ο αληθής λόγος των δισταγμών του, κρυμμένος εις τα βάθη της ψυχής του, ανομολόγητος, μένει πάντοτε μυστήριον διά τον νουν του Αμλέτου. Αντο εξής των λογισμών μου όλα τα βάθη δεν θα 'ναι φονικά, θα ειπώ 'πού ο νους μου εχάθη.

Ο νους μου ήτο αλλαχού και ήκουα χωρίς να προσέχω, αλλ' ενετυπούντο εις την μνήμην μου αι εξοχικαί της σιωπηλής εκείνης νυκτός διαταράξεις, και η οσμή των ανθών, και τα παίγνια της σελήνης υπό των δένδρων τους κλώνους. Ότε έδυσεν η σελήνη, το δε σκότος εκάλυψε την εξοχήν, ηγέρθην, επεκαλέσθην την βοήθειαν του Θεού, και επροχώρησα προς τον δρόμον. Εβάδιζα άνευ δισταγμών, διότι εγνώριζα τι θέλω.