Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Βάλε μένα κάτω, και τρέχα συ με τη μάννα, και μη φοβάσαι. Πρώτη φορά δεν είναι που εγώ βρέθηκα μες στα νύχια τους. Βάλε με κάτω, σου λέω· ακούς; μ' αφίνεις κάτω, ή σου σφίγγω το λαιμό και σε πνίγω. — Πνίξε με, να γλυτώσης· μουρμουρίζ' η Μαριώ. — Τρέχα λοιπόν, ίσια στη θάλασσα. Βάρκα δεν έμεινε, έφυγαν όλες και πάνε. Ίσια στο γιαλό, και μας πιάσανε. Σκλάβα θα σε πάρουν, καημένη, κι αλλοίμονό σου!
Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον Είνε; τώρα οπού βλέπω Τον θάνατον μ' θάρρος, Εγώ κρατώ την άγκυραν Της σωτηρίας. Εγώ τώρα εξαπλόνω Ισχυράν δεξιάν Και την άτιμον σφίγγω Πλεξίδα των τυράννων Δολιοφρόνων. Εγώ τα σκήπρα στάζοντα Αίματος και δακρύων Καταπατώ· και καίω Της δεισιδαιμονίας Το βαρύ βάκτρον.
Τρέχα, τρέχα στο καλύβι, και σκάλιζε με την πέννα σου. Ένας χρόνος της πέννας αξίζει πενήντα φωτιά και μπαρούτι. Τρέχα, πρι να σε κατεβάση ο χάρος και σένα!» Κ' έσυρα κ' ήρθα στο καλύβι με νέα ζωή και μ' αίμα καινούριο. Σα νάνοιωθα πως γύρισε πίσω η νιότη μου. Σφίγγω τώρα τα δόντια μου να μην πεθάνω πρι να κάμω του γέρου το θέλημα.
Και δεν το νοιώθω, και δεν το ξέρω τάχα πως δε μ' αγαπά; Όταν έρχεται και της πιάνω το χέρι, μόλις μου σφίγγει το χέρι. Όταν την απαντώ στη σκάλα, μια ματιά μόλις και φέβγει. Ναι, βέβαια ξέρει και γέρνει στο στήθος μου απάνω το χρυσό της το κεφαλάκι, όταν είμαστε κ' οι δυο μας ολομόναχοι τη νύχτα στην κάμερή της, όταν την έχω και τη βαστώ και τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, όταν είναι δική μου.
Όνειδος θα ήναι διά σε, εάν δεν την υπερασπίσης, διότι, και αν ακόμη δέν συνεζεύχθης εις γάμον μετ' αυτής, ωνομάσθης όμως τουλάχιστον φίλτατος σύζυγος της δυστυχούς παρθένου. Εις την παρειάν σου αυτήν, την οποίαν εγγίζω, εις την δεξιάν σου χείρα, την οποίαν σφίγγω, εις της μητρός σου το όνομα σ' εξορκίζω, μη την αφήσης ανυπεράσπιστον. Το όνομά σου αυτό μ' έφερεν εδώ προς τον όλεθρον.
Εμπρός, ω βασιλεύ, γενναίε από το φυσικό σου, φέρε σιμά μου τις δυό τις θυγατέρες μου.Μες στην αγκάλη καθώς εγώ θα τις κρατώ και θα τις σφίγγω, θα μου φανή να τις έχω εμπρός μου σαν όταν έβλεπα. Τι λέγω; Δεν τις ακούω Αθάνατοι εδώ σιμά μου να χύνουν δάκρυα; Μ’ ευσπλαχνίσθη ο Κρέων κ’ εδώ μου τα ’στειλε τα πλέον αγαπημένα, τα δυό γλυκά παιδιά μου. Λέγω καλά; ΚΡΕΩΝ Σωστά.
Και την τραβώ και της σφίγγω τα μπράτσα που τα ξεσκίζω με τα νύχια μου· την πετώ απάνω στο κρεββάτι, την πιάνω από το λαιμό. Να τη χτυπήσω, να την μπατσίσω, να τη στραγγουλίσω. Κάτι να της κάμω! — Το γράμμα! το γράμμα! Ποιανού είναι το γράμμα; Και να πάλε που με μιλεί. Να που ακούω πάλε τη φωνή της· — Καρλή μου, Καρλή, μια στιγμή μόνο. Ό τι θέλεις, να με κάμης. Μα πρώτα να σου πω.
Ειλικρινώς δε σοι λέγω ότι προτιμώ να σκιάζωμαι τους ληστάς επί της λεωφόρου παρά να μην είμαι βέβαιος ότι δεν είνε καταχραστής, δωρολήπτης, προδότης, συκοφάντης ή σιμωνιακός, ο τμηματάρχης, ο ταμίας, ο λοχαγός, ο έμπορος, ο δημοσιογράφος ή ο ιερεύς των οποίων σφίγγω την χείρα εν αιθούση ή ασπάζομαι αυτήν εν εκκλησία».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν