United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον Είνε; τώρα οπού βλέπω Τον θάνατον μ' θάρρος, Εγώ κρατώ την άγκυραν Της σωτηρίας. Εγώ τώρα εξαπλόνω Ισχυράν δεξιάν Και την άτιμον σφίγγω Πλεξίδα των τυράννων Δολιοφρόνων. Εγώ τα σκήπρα στάζοντα Αίματος και δακρύων Καταπατώ· και καίω Της δεισιδαιμονίας Το βαρύ βάκτρον.

Παράκαιρα τον γέρασαν οι πόνοι. Τ' ανδρειωμένο του κορμί, πούνε σκυφτό πολύ. Η πίκραις του το λύγισαν, οι πόνοι όχι οι χρόνοι. Οι ίδιοι πόνοι αυλάκωσαν βαθειά το μέτωπό του, Που απ' το φως του φεγγαριού 'σαν κορυφή φωτίζεται, 'Σάν κορυφή 'ψηλού βουνού, κι' ασπρίζειτον λαιμό του Ξέπλεγη καιτους ώμους του η πλεξίδα κυματίζεται.

Στη θύρα εμπρός δεν βλέπω νάχουν νερό απ' την πηγή, που πλύνουνε τα χέρια, όταν πεθαίνη άνθρωπος στο σπίτι. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Την πλεξίδα, δεν βλέπω εις την είσοδο να είναι κρεμασμένη, που δείχνει πως εσκέπασε το πένθος ένα σπίτι, ουδέ γυναίκες άκουσα τα στήθια να χτυπούνε. Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Και όμως η ημέρα αυτή είναι ημέρα πένθους. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Τι θέλεις με αυτό να πης;

Μεγάλο θάμμα έγεινε εις όλη τη γειτονιάκαι εις όλο το χωριό μάλισταένα Σάββατον πρωί, καθώς επήγεν η νεαρά δασκάλισσα, συνοδευομένη και από την μικρήν υπασπιστίναν της, το Ουρανιώ, το θυγάτριον του Παναγή του Κυραντώνη, διά ν' ανοίξη την πόρταν του σχολείου· η μικρή υπασπίστρια επροπορεύετο κρατούσα ένα κομψόν κουτί και δύο τυλιγμένα εργόχειρα, έκαμνε χαριτωμένους μορφασμούς και τσακίσματα, είχε την ξανθήν πλεξίδα της λοξά προς το ένα αυτί, κ' ήτο όλη μειδίαμα και χάρις, ώστε η μεν μυτίτσα της εγίνετο πλακαρή και σχεδόν εξηλείφετο από τους δύο μορφασμούς και τ' αυλακάκια τα σχηματιζόμενα εκατέρωθεν, από το πτερύγιον της ρινός έως τα κάτω βλέφαρα, και τα ματάκια της μισοκλεισμένα, ετόξευαν υγρόν σπινθήρα· η διδασκάλισσα χλωμή, με παιδικόν πρόσωπον, λευκοφορεμένη, καθώς και η μικρή συνοδός της, αναδεδεμένη τον στέφανον της πλουσίας κόμης της, άμεμπτος εις τα της μόδαςαλήθεια, τα κορίτσια του σχολείου, είχαν μάθει καλούς, πολιτισμένους τρόπους απ' αυτές της δασκάλες· εμάθαιναν γράμματα και χειροτεχνήματα, έκαμναν ως και γυμναστικήν, έν-δύο-τρία, εις το προπύλαιον του Σχολείου· η κόρη του Ντάκου είχε μάθει πώς να χτενίζη τ' αχυρόχροα μαλλιά της, ξέπλεκα, απλωμένα επί των νώτων, μέχρι της μέσης, λευκοφορούσα ωσάν ανεράιδα του βουνού· η παιδίσκη του Στάιου και του Λεγαντή είχον μάθει μπλε μαρρέν, και καρρέ, ακόμη και τρανσπαράν και το θυγάτριον του Σταμάτη του Μπλατσίνη είχε μάθει εις ένα μονότονον αχρωμάτιστον ήχον διάφορα ανόητα τραγουδάκια· όσον αφορά την ξανθήν πλεξίδα λοξήν προς το αυτί, όλαι σχεδόν αι μαθήτριαι την είχον αναπετάσει εσχάτως· άλλοι έλεγον ότι απ' εκείνο το αυτί εβγήκε το μυαλό της δασκάλας και των κοριτσιών, άλλοι έλεγον ότι εξητμίσθη από την κορυφήν της κεφαλής, διά μέσου των ριζών εκάστης τριχός, και άλλοι έλεγον ότι είχε φύγει απάνω από την οροφήν του Σχολείου· πλην ταύτα ήσαν λόγια των γραϊδίων της γειτονιάς, των γλωσσαλγών, όπου μεταχειρίζονται την ρόκαν μόνον ως συνόδευμα των κινήσεων της γλώσσας, ή έχουν την κακολογίαν οιονεί ως κέλευσμα προς ανακούφισιν του κόπου της ρόκας.