United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκτοτε εκυβερνώντο συνταγματικώς, ανεγείρασαι θέατρον εν τη Μονή, εξερχόμεναι αυτής δις της εβδομάδος και νηστεύουσαι, οσάκις επόνουν τους οδόντας.

Η Σμάλτω εθαμβώθη εις την όψιν αυτής ως να ητένισεν αίφνης τον ήλιον· Κύμα αίματος συνέρρευσεν εις την καρδίαν της και την έκαμε να πάλλη βιαίως· οι κρόταφοί της έσφυζον εναγωνίως και οι μήνιγγες της επόνουν εκ της πιέσεως. — Η φλογέρα του! επανέλαβε βραδέως.

Τώρα η κορασίς είχεν αντί της καλής και πονετικής μητρός την μάμμην με την αφόρητον παραξενιά της, ήτις, ενώ εβεβαίου ότι όλα της επόνουν, κεφαλή, λαιμός, χείρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση και τα λοιπά, πνιγομένη δε από τον βήχα και γογγύζουσα δυνατά και βάλλουσα κραυγάς αγρίας εφείδετο να δώση εις ιατρούς και φάρμακα, αίφνης ηγείρετο υποβαστάζουσα την κοιλίαν της, εξήρχετο μέχρι της θύρας, έρριπτε βλέμμα εις τον εκτός, κόσμον, κι' έλεγεν·

Ήμην κατάκοπος, επόνουν οι ώμοι και οι βραχίονες μου υπό το ασύνηθες του φορτίου μου βάρος, αλλά δεν εσκεπτόμην περί του καμάτου. Μία σκέψις κατεκυρίευε τον νουν μου, μία επιθυμία κατείχε την καρδίαν μου, και ησθανόμην ότι τα πάντα χάριν αυτής ήμην ικανός ν' αψηφήσω. Ήθελα να λυτρώσω την ορφανήν, η οποία, μ' επεκαλέσθη.

Επόνουν πόνον δριμύν και φλογερόν εις την κνήμην. Δύο άνδρες εξήταζον την πληγήν μου. Όρθιος άνωθέν μου ο καπετάνιος με εκύτταζε σιωπηλός, και γύρω εις κύκλον συνεσφίγγοντο οι στρατιώται του. — Ο Μίρτος; ηρώτησα. — Τους εδιώξαμεν, είπεν ο αρχηγός, χωρίς ν' αποκριθή εις την ερώτησίν μου. Τώρα, εξηκολούθησε, κύτταξε να γείνης καλά, διά να μη έχω λόγια με τον θείον σου.

Οι γυμνοί πόδες της Μάρως, κατέρυθροι και πρησμένοι εκ του ψύχους, συνέτριβον μετά πατάγου ξηρού την κρύσταλλον κ' αιματώνοντο· αι μικραί χείρες της, πρησμέναι και κατέρυθροι και αύται, τεθειμέναι εις το στήθος της αντί να θερμανθούν εκεί, μετέδιδον την ψυχρότητά των, κ' επόνουν ως να ετρυπώντο διά μυρίων βελονών. Ο Γιάννος ηκολούθει τρέμων σύσσωμος.