Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Τα μουγκριά δεν απαντέχουν ώσπου να φέξη. Βγαίνουν από τα θαλάμια τους την αυγή, τριγυρίζουν τον κάβο να βρούνε φαΐ, χάφτουν το δόλωμα, πιάνουνται, κ' ύστερ' αρχίζουν και στρεφογυρίζουνε σαν αδράχτια ώσπου ζαρώνει και κουβαριάζεται το σκοινί, κι ανασηκώνεται ταγκρίστρι και ξεμπλέκεται από τα σβάραχνά τους, και τότες ξετινάζονται και φεύγουν.
Να, ένα ακαθόριστο διάχυτο φως φωτίζει τριγύρω την πεδιάδα∙ είναι ένα λευκό δαχτυλίδι επάνω από έναν μαύρο κύκλο. Είναι η αυγή. Οι τυφλοί σηκώνονται, μπλέκουν τα δάχτυλά τους, σκύβουν μπροστά του και τον αναγκάζουν να καθίσει επάνω στα χέρια τους και να βάλει τα μπράτσα του γύρω από το λαιμό τους. Έτσι τον ανασηκώνουν, τον παίρνουν μακριά, τραγουδώντας, όπως κάνουν τα παιδιά όταν παίζουν.
Ένας γέρος χωρικός Μετρημένος, γνωστικός, Ότι αρχίνησε να νιώση, Πως το τέλος του είχε σώση, Και ποθόντας, μοναχή Τα παιδιά του παντοχή Στη δουλιά της γης να έχουν, Και σ' εκείνη να προσέχουν, Με φιλόστοργη βουλή Μιαν αυγή τα προσκαλεί 'Σ του θανάτου του την κλίνη· Τέτια διάτα τους αφίνει· Και τους λέει· Παιδιά μου, εγώ Όσο βλέπω, δεν αργώ Τούτη τη ζωή να χάσω, Και στην άλλη να περάσω· Όθεν, πριν σας χωριστώ, Σαν πατέρας σας, χρωστώ Να σας πω τη θέλησί μου, Κι' όλη την κατάστασί μου· Το γνωρίζετε καλά, Πως δεν έχομε πολλά.
&1854, Φλεβαριού 26&. Των Αγίων Θεοδώρων ο καπετάν Θοδωράκης Γρίβας στο Κουτσουλιό πολέμησε με τ' ασκέρια του Αβδή πασά από το πρωί ως στο βράδυ με ολίγα παλληκάρια και με το γιο του το Δημητράκη. Το βράδυ τ' ασκέρια φοβήθηκαν μην πλακώσουν και Σουλιώτες και γύρισαν στα Γιάννινα και την αυγή ο Γρίβας έφυγε για το Μέτσοβο.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Πατέρα, ως είπες, θα γενή• συ φύγ' άμ' εσπερώση, και γύρισ' αύριο την αυγή, και σφακτά φέρε ωραία• 600 ως προς τα εδώ πρώτα οι θεοί κ' ύστερα εγώ φροντίζω».
Ότι, άρχοντας αυτός τώρα, πώς θα μπορή ν' ανεβοκατεβαίνη από το σπίτι 'ςτ' αργαστήρι κι από τ' αργαστήρι 'ςτο σπίτι του αυγή, γιόμα και βράδυ περπατώντας, τόσο δρόμο, τόσον ανήφορο.
Και επάνω εις τους μεθυσμένους υπάτους, επάνω εις τους συγκλητικούς, τους ιππότας, τους ποιητάς, τους φιλοσόφους, επάνω εις τας χορευτρίας και τας πατρικίας, επάνω εις όλον εκείνον τον πανίσχυρον ακόμη, αλλά χωρίς ψυχήν κόσμον, ο οποίος εφέρετο προς την άβυσσον, εκ του χρυσού δικτύου του τεταμένου υπό τον θόλον, έπιπτεν αδιακόπως βροχή ρόδων. Έξω ανέτελλεν η αυγή.
Κ' ένοιωθε κάποια ορμή να γονατίση, να φιλήση το χώμα το καλόβουλο, να δείξη με χίλιους τρόπους τη χαρά και την ευγνωμοσύνη του. Ο Κουτρουμπής κ' οι άλλοι κολλήγοι αναγκάστηκαν να κάμουν το θέλημά του. Από γεωργοί έγιναν μεροκαματάρηδες· άφηκαν τ' αλέτρι και πιάσανε την αξίνα. Πάσα ημέρα, από την αυγή ως το βράδυ, άλλο δεν έκαναν παρά ν' ανοίγουν γουβιά και χαντάκια, να ψιλοκοσκινίζουν χώματα.
Ποιος να σου τώλεγε πως θα σε κόψη Το χέρι πώμαθες να πολεμά;» »Ξύπν' Αστραπόγιαννε, και κύτταξέ με Φάγε μ' εμένανε λίγο ψωμί. Φόρεσε τάρματα, χαιρέτησέ με Ξύπνα, ζωντάνεψε κ' ήρθ' η αυγή.» »Εσύ επρωτόδινες ψηλά 'ς το βράχο Το καλημέρισμα 'ς τον αητό, συ πρώτος έδειχνες 'ς εμέ, 'ς το Ζάχο Το γλυκοχάραμμα 'ς τον ουρανό.»
Οι βασιλικοί με τους χιλιοχρώματους μενεξέδες, που στόλιζαν αραδαριά τες αλτάνες και τα πεζούλια της, εμοσχοβόλιζαν τον αέρα, και το βουνάκι της Καραβατιάς από πάνου κατέβαζε μια δροσιά παραδείσια την αυγή και τ' απόσπερνο. Όλ' αυτά τα καλά, με τα παθήματα και με τους αμόλευτους καφέδες του Ζώη, σύναζαν 'ςτον καφενέ του τους γέρους της γειτονιάς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν