Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
— Ο Τριστάνος. — Πότε τον είδες; — Αυτό το πρωί και τον εγνώρισα καλά. Μπορείτε και σεις αύριο την αυγή να τον δήτε που έρχεται, με το σπαθί του ζωσμένο, ένα τόξο στο χέρι, δυο βέλη στο άλλο. — Πού θα τον δούμε; — Από ένα παράθυρο που ξέρω γω. Μα αν σας τον δείξω τι θα μου δώστε; — Ένα χρυσό μάρκο, και θα γίνης ένας πλούσιος σκλάβος. — Λοιπόν, ακούστε, είπεν ο δούλος.
Και μόλις οι μαθηταί απεμακρύνθησαν, ότε Εκείνος εξέφερεν εν γλώση ευρύθμου καλλονής τον αξιομνημόνευτον έπαινον, ότι ο Ιωάννης ήτο όντως η Φωνή εν τη αυγή της νέας ημέρας, ο μέγιστος των κηρύκων του Θεού, ο Ηλίας όστις, κατά το τελευταίον ρήμα της αρχικής προφητείας έμελλε να προπορευθή της ελεύσεως του Μεσσίου και να ετοιμάση την οδόν Αυτού.
Δεν ήσαν φωναί θλίψεως και απελπισίας, εις αυτάς έπαλλεν η χαρά και ο θρίαμβος . . . Οι στρατιώται εκύτταζον ο είς τον άλλον, εμβρόντητοι. Η αυγή εχρωμάτιζεν ήδη τον ουρανόν με τας ροδαλάς και χρυσάς ακτίνας της. Αι κραυγαί: «Εις τους λέοντας τους χριστιανούς!» αντήχουν αδιαλείπτως εις όλας τας οδούς της πόλεως.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι Νάρχεται από την λαγκαδιά, σαν μάνα σαν αδέρφι Να μου χαϊδεύη τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.
... Στην κορυφή των επάλξεων και των πυργίσκων του Τινταγκέλ, η αυγή φωτίζει της μεγάλες πράσινες και βαθυκύανες πέτρες . . . Η Ιζόλδη ξαναηύρε τη χαρά της: η υποψίες του Βασιληά Μάρκου διαλύονται. Απ' εναντίας οι προδότες καταλαβαίνουν, ότι ο Τριστάνος είδε τη Βασίλισσα. Αλλά η Βραγγίνα φυλάει καλά, και άδικα παραμονεύουν.
Κατεχομένη υπό των αγνών και ωραίων εκείνων της ζωής συναισθημάτων, μεθ' ων, ως με δροσεράς συντρόφους, εξήρχετο εις την εξοχήν έξω, εμειδίασε τότε· και είδες αμέσως να λάμψη ημέρας φως εις το πρόσωπον εκείνο το ωχρόν και κατηφές. Να λάμψη λάμψις ωραιότητος και νεότητος αυγή, σαν ένας ήλιος της αυγής, θαρρείς.
Μύτη λειανή, περίφανη, χυτή, σαν το κοντύλι Χείλια γλυκά και κόκκινα, σαν ανοιγμένο ρόιδο, Μάγουλα, σαν τριαντάφυλλα, μοσκόβολα, δροσάτα, Στόμα μικρό και νόστιμο, στα γέλοια βουτηγμένο, Άσπρα δοντάκια ξέξασπρα , σαν το μαργαριτάρι, Κατακαθάριο πρόσωπο, σαν την αυγή δροσάτο. Μακρυά μαλλιά μεταξωτά, σ’ ολόμαυρες πλεξίδες, Λαιμό, σαν χήνας κάτασπρο, και χέρια λεφαντένια.
Γιατί και του μπάρκου η μάσκα ήταν φαγωμένη· αλλά το άνοιγμα ψηλότερο τόρα έπαιρνε λιγώτερο νερό. Ως τόσο ηύραμε τις τρόμπες και αρχίσαμε το τρομπάρισμα. Εξημέρωσε τέλος ο θεός την ημέρα. Μα τι ημέρα; Ουρανός και θάλασσα είχαν μία θολωμάρα που έσφιγγε την καρδιά. Πλέον συχαμένη αυγή δεν θυμούμαι ν' απάντησα στη ζωή μου!
1854, Φλεβαριού 26 . Των Αγίων Θεοδώρων ο καπετάν Θοδωράκης Γρίβας στο Κουτσουλιό πολέμησε με τ' ασκέρια του Αβδή πασά από το πρωί ως το βράδυ με ολίγα παλληκάρια και με το γιο του το Δημητράκη. Το βράδυ τ' ασκέρια φοβήθηκαν μην πλακώσουν και Σουλιώτες και γύρισαν στα Γιάννινα και την αυγή ο Γρίβας έφυγε για το Μέτσοβο. 1855, Φλεβαριού 6 , μέρα Τετράδη.
Κάπου κάπου βρήκαμε χαλασμένον το δρόμο. Ο τόπος εδώ είνε όλος σάπιο χώμα, δίχως βράχο ολότελα. Κι' όποτε βρέχει ξεκόβονται μπλάνες μπλάνες τα χώματα και ρεύουν στο χάο κάτου. Παρασέρνονται τότε και δρόμος και κλαριά, ό,τι τύχει απάνου τους. Βλέπαμε την αυγή απ' αντίπερα το πανόραμα τούτο, που μας το σκέπασε ο ήλιος κατόπι με τους αχνούς πώβγαλαν, από τη νώπη του τόπου, η καυτερές του αχτίνες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν