Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Ο ήρωας ζη μέσα, χωρίς να γερνάη ποτέ, στην αγκαλιά της φίλης του, και καμμιά εχθρική δύναμις δε μπορεί ποτέ να σπάση το αέρινο τοίχωμα...» Στης επάλξεις του Τινταγκέλ αντηχούν η σάλπιγγες των σκοπών που χαιρετούν την αυγή. — Όχι, λέει ο Τριστάνος, το αέρινο τοίχωμα έσπασε κι' όλα. Δεν είν' αυτός ο κήπος των θαυμάτων.

Για να μην πληρώση τελωνείο τα δίνει μία νύχτα σε φίλους του να τα βγάλουν λαθραία. Αλλά την αυγή μαθαίνει από τον έμπορο πως την κάσσα την έπιασαν οι τελωνοφυλάκοι. Ακούοντας έτσι τρέχει στο καράβι. Οι Ρούσοι δεν χωρατεύουν. Δεν τους εκόστιζε τίποτα να πάρουν το πράγμα, να κατασχέσουν το καράβι και όλους να μας στείλουν αλυσοδεμένους στη Σιβηρία.

Πέντε φοραίς ως την αυγή ρίχνεται με τ' ασκέριτους τοίχους του Μεσολογγιού ο 'Μέρης λυσσασμένος Και πέντε γύρισε φοραίς 'μισός και 'ντροπιασμένος. Το Μεσολόγγι απάτητο τωύρε τ'ς αυγής τ' αστέρι. Τώμαθε η άλλη Ελλάδα, Κ' εσήκωσε 'περήφανο-'περήφανο το φρύδι.

Και να ο Έφις, που ανηφορίζει το δρόμο προς το χωριό. Η αυγή είναι σχεδόν κρύα και οι λευκοί λόφοι μοιάζουν σκεπασμένοι με χιόνι. Τα μικρά βουνά, πάνω από τα χωριουδάκια τα σκορπισμένα στην πεδιάδα, μετά το Κάστρο, καπνίζουν σαν σκεπασμένα καμίνια από κάρβουνο και όλα είναι σιωπηλά και νεκρά στο ρόδινο πρωινό.

Κι ένεψε ο βασιλιάςΤην άλλη μέρα σα φώτισε η αυγή τον ουρανό, το κορμί του νέου σειόταν στον αέρα στου πλατάνου τους κλώνους κρεμαστό. Χήτη νεκρή στις πλάτες απλωμένα τα μακρυά κατάμαυρα μαλλιά, τα μάτια άγρια κοιτάζουν πεταγμένα, φριχτή τρομάζει, μελανή η θωριά.

Προσευχόταν, ήρεμος, μισανοίγοντας κάθε τόσο τα μάτια για να δει τους συντρόφους του που κοιμόνταν κάτω από μια βελανιδιά. Ήταν νύχτα ακόμη αλλά αχνόφεγγε το φως στην Ανατολή ανάμεσα στα βουνά που άνοιγαν προς τη θάλασσα: εκεί ξυπνούσε η αυγή.

Κατά την αυγή, οι τέσσερες σύντροφοι ανέβαιναν στο Λιντάν, όταν είδαν νάρχεται πίσω τους ένας άνθρωπος που ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο καβάλλα στο άλογό του που πήγαινε βήμα σιγά σιγά. Ερρίχτηκαν πίσω από τα δέντρα, κι' ο άνθρωπος πέρασε χωρίς να τους δη γιατί ήταν κοιμισμένος. Ο Τριστάνος τον ανεγνώρισε. — Αδερφέ, είπε σιγανά στον Καερδέν, είναι ο ίδιος ο Ντινάς ντε Λιντάν. Κοιμάται.

Η κυμαινομένη τότε ομίχλη εσχίσθη εις δύο και τα πέριξ της Νεκράς θαλάσσης επεφάνησαν. Η αυγή υψουμένη όπισθεν της Μαχαιρουσίας εφώτισε μετ' ολίγον την αμμώδη όχθην της λίμνης, τους λόφους, την έρημον, και απωτέρω όλα τα βουνά της Ιουδαίας με τας τραχείας και τεφράς επιφανείας των.

Τότε φοβήθηκε και σκέφτηκε να γυρίσει στο χωριό, αλλά για πολλή ώρα τη νύχτα δεν μπορούσε να κινηθεί, αδύναμος, σαν να είχε χάσει αίμα. Κρύος ιδρώτας του έλουζε όλο το κορμί. Την αυγή ξεκίνησε.

Το βαθύσκιον δένδρον ήτο ως να εξύπνησε προ μικρού κ' έσταζον ακόμη τα εύμορφα φύλλα του από την δρόσον, με την οποίαν τα ένιψεν η αυγή. Ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει ακόμη.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν