Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Αλλά πώς να του δώση αφού ούτε αυτός άγγιζε τα χρήματά του; Προ ολίγου καιρού όμως απέθανε και όλα εκείνα τα πλούτη τα εκληρονόμησεν ο Σίμων και τώρα εκείνος ο κουρελής που έγλυφε τα πιάτα σαν σκυλί, φορεί ωραία και μεγαλοπρεπή φορέματα, έχει αμάξια και χρυσά ποτήρια και τραπέζια με πόδια από ελεφαντοκόκκαλο και όλοι τον χαιρετούν, εμάς δε ούτε στρέφεται να μας δη.
Μετράει εκεί με το κομπολόγι τις άγονες ώρες του. Όρεξη μου έρχεται νάμπω αθώρητος, και θα κάμης καλά να με συνοδέψης. Δροσερή πρασινάδα. Λουλούδια και βότανα όσα θέλεις, παντού. Σε λιγοθυμάει η βαρειά μυρουδιά τους, που λες κι ο αέρας να την πάρη στα φτερά του και να πετάξη δε δύνεται. Άφωνα μας χαιρετούν τα κόκκινα ψάρια στη γούρνα, με μύρια τρυφερά γογγυτά τα περιστέρια στον ηλιακό.
&Φιλία και δικαιοσύνη&. ― Φαίνεται δε, καθώς είπαμεν εις την αρχήν, ότι η φιλία περιστρέφεται εις τα ίδια και μεταξύ των ιδίων, εις τα οποία και το δίκαιον. Δηλαδή εις πάσαν επιμιξίαν φαίνεται ότι υπάρχει δίκαιον, υπάρχει όμως και φιλία. Τουλάχιστον όλοι ως φίλους χαιρετούν τους συνταξιδιώτας και τους συστρατιώτας, ομοίως δε και τους συναδέλφους εις όλας τας άλλας επιμιξίας.
Ο Πολέμων εγύρισε από τον πόλεμον πλούσιος, ως λένε• τον είδα δε κι' εγώ με μανδύα κατακόκκινον και με πολλούς ακολούθους. Και οι φίλοι του ως τον είδαν έτρεχαν να τον χαιρετούν. Έτσι ευρήκα καιρόν να πλησιάσω τον υπηρέτην που είχε πάη μαζή του έξω και τον αρώτησα• δεν μου λες, Παρμένων, του είπα, αφού τον εχαιρέτησα, πώς τα περάσατε και τι καλά εφέρατε από τον πόλεμον;
Αλλά διατί να αναφέρω μόνον τους Έλληνας, αφού και οι Ινδοί, όταν το πρωί εγείρωνται εκ του ύπνου, δεν προσεύχονται προς τον ήλιον, όπως ημείς οι οποίοι φιλούμεν την χείρα και νομίζομεν τούτο αρκετόν διά την προσευχήν εκείνην, αλλά στρεφόμενοι προς ανατολάς χαιρετούν τον ήλιον χορεύοντες και μιμούνται τον σιωπηλόν χορόν του θεού τούτου• τούτο δε είνε διά τους Ινδούς και προσευχή και χορός και θυσία και κατ' αυτόν τον τρόπον προσεύχονται εις τον ήλιον δις της ημέρας, κατά την πρωίαν και κατά την δύσιν.
Ο ήρωας ζη μέσα, χωρίς να γερνάη ποτέ, στην αγκαλιά της φίλης του, και καμμιά εχθρική δύναμις δε μπορεί ποτέ να σπάση το αέρινο τοίχωμα...» Στης επάλξεις του Τινταγκέλ αντηχούν η σάλπιγγες των σκοπών που χαιρετούν την αυγή. — Όχι, λέει ο Τριστάνος, το αέρινο τοίχωμα έσπασε κι' όλα. Δεν είν' αυτός ο κήπος των θαυμάτων.
Κι ο νέος άντρας πάλι πιο γλήγορα ψυχραίνεται όσο βλέπει να μαραίνεται το ρόδο της λαχτάρας του και βλέπει γύρω του νανθούν οι κάμποι της ζωής και τα γλυκά λουλούδια να χαιρετούν τις πλάνες πεταλούδες. . . Όταν, το μεσημέρι, κατέβαινε ο Νίκος απ’ τον τροχιόδρομο στη στάση της Γαργαρέτας κ’ έπαιρνε τους ανηφορικούς δρόμους να πάη σπίτι του, ψηλά, κάτω απ’ το λόφο του Φιλοπάππου, γύριζαν και τον κύτταζαν τα κορίτσια στις πόρτες, που περίμεναν τους άντρες του σπιτιού ναρθούν απ’ τη δουλειά να φαν ψωμί.
— Πατέρα μου, μια Κυριακή και μια καλήν ημέρα. Σίντα λαλούν η πέρδικαις και χαιρετούν τον ήλιο. Τα πρόβατα 'ς της ρεμματιάς το πλάι σαλαγώντας Είδα την κόρη του Σταθά, την χαϊδεμμένη Ρήνα Ντυμένη 'ς τα μεταξωτά, ντυμένη 'ς το χρυσάφι, Να κατεβαίνη απ' το χωριό, να πάη κατά τ' αμπέλια. 'Στόν ήλιο αστράφταν τα φλουριά κ' έλαμπ' η ωμορφιά της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν