Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Ο διάβολος φωνάζει μέσα εις τα έντερα του τρελλού και γυρεύει να του δώσουν δύο ψαράκια να φάγη. Μη φωνάζης, μαύρε άγγελε, και δεν έχω να σου δώσω να φάγης. ΚΕΝΤ Τι έχεις, ω αυθέντα μου; Τι βλέπεις και θαυμάζεις; Εδώτο στρώμα πλάγιασε ν' αναπαυθής ολίγον. ΛΗΡ Την κρίσιν πρώτα να ιδώ. Οι μάρτυρες ας έλθουν! Συ, που φορείς κριτού στολήν, 'ς την μέσην να καθίσης.

Είπε και τ' άρματ' έδωκε των δούλων κ' ενώ κείνοιτο δώμα μέσα επήγαιναν, αυτός μέσατον κήπον 220 πολύδενδρον, την δοκιμή να κάμη, προχωρούσε. τον κήπον καταιβαίνοντας δεν ηύρε τον Δολίον, ουδέ των δούλων εύρηκε κανένα ή των παιδιών του· αναχωρήσ' είχαν αυτοί, λιθάρια να συνάξουν φράχτην του κήπου, και οδηγόςαυτούς ο γέρος ήταν. 225 και μόνον τον πατέρα τουτο πρόσχαρο κηπάρι ηύρε, οπού κάποιο σκάλιζε φυτό· φορούσε αχρείον ραπτόν χιτώνα λιγδερόν, και βωδιναίς κνημίδαις, όπως μην αγκαθίζεται, 'ς ταις κνήμαις είχε δέσει· από τους βάτους φύλαγε τα χέρια με χειρίδαις, 230 και, ως έτρεφε την λύπη του, γίδινο εφόρει κράνος. τον είδεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας κομμένον απ' τα γερατειά, 'ς την θλίψι βυθισμένον, κ' εις μέγα δένδρον απιδιάς εστάθηκε να κλαίη. και να μετρήση εβάλθηκετου λογισμού τα βάθη, 235 αν θ' αγκαλιάση τον γλυκόν πατέρα κ' ευθύς όλα να του ειπή, πώς έφθασετην γη την πατρική του, ή μ' ερωτήματα πολλά να δοκιμάση πρώτα. και τούτο συμφερώτερο του φάνηκε αφού 'σκέφθη, με λόγια πρώτα εγγικτικά την δοκιμή να κάμη. 240 μ' αυτήν την γνώμη σίμωσεν ο θείος Οδυσσέας· και το φυτόν ο γέροντας ξελλάκκιζε σκυμμένος·το πλάγι τον προσφώνησεν ο ένδοξος υιός του· «Ω γέρε, δεν είσ' άτεχνος καλλιεργητής του κήπου· περιποιείσ' όλα καλά·το κλείσμ' αυτό δεν είναι 245 ένα δενδρούλι, μια συκιά, κλήμ' ένα, μι' ελαία, μί' απιδιά, μία βραγιά, μη περιποιημένη. και άλλο τι εγώ θε να σου ειπώ, και μηεμέ θυμώσης· συ είσαι απεριποίητος· σιμά 'ς τ' άτερπνο γήρας έχεις το σώμα ρυπαρό και φορείς ρούχ' αχρεία· 250 ο κύριος δεν σ' αμελεί, καλός ως είσ' εργάτης. καθόλ' ό,τ' είναι δουλικό με σέ δεν ταιριάζει, και από μορφή και ανάστημα συ δείχνεις βασιλέας, οποίος είναι, αφού λουσθή και φάγη και πλαγιάση εις κλίνην μαλακώτατην, ως πρέπει των γερόντων. 255 αλλ' έλα τώρα, λέγε με μ' αλήθεια, τίνος είσαι δούλος, και τίνος γεωργείς τον κήπον, οπού βλέπω; και τούτο ακόμη να μου ειπής, αν είναι αυτή τωόντι η Ιθάκη, εδώ 'που φθάσαμεν, ως μου 'πεν από τώρα άνθρωπος, 'που μ' απάντησεν, ενώ δω πέρ' ερχόμουν, 260 όχι πολύ νοητικός, αφού να ειπή, ν' ακούση το κάθε τι, δεν έστεργεν, ενώ τον ερωτούσα ο ξένος μου τι γίνεται, 'ς τους ζωντανούς αν ήναι, ή απέθανε κ' ευρίσκεταιτην κατοικιά του Άδη. ότι άκου τώρ' ό,τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· 265 άνδρα εγώ ξένισ' άλλοτε, 'ς την γη την πατρική μου, οπ' είχε' έλθειτο σπίτι μας· και απ' όσους ξένους είδατο δώμα μου ασπαστότερος άλλος θνητός δεν ήλθε· απ' την Ιθάκη κήρυττε το γένος και πατέρα τον Αρκεισιάδην έλεγεν ότ' είχε, τον Λαέρτη. 270το σπίτι μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον. αφού 'χε απ' όλα τα καλά το δώμα μου αφθονία. αρμόδι' ακόμη του 'δωκα φιλοξενίας δώρα· επτά του 'δωκα τάλαντα, χρυσόν τεχνουργημένον· του χάρισα ολοπλούμιστον ολάργυρον κρατήρα, 275 και χλαίναις μοναίς δώδεκα, και τάπηταις ομοίως, και τόσ' επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώναις, κ' έξω από τούτα τέσσεραις, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτραις, γυναίκαις ωραιόταταις, ως διάλεξεν εκείνος».

Παραίτησε τα σχέδια του γάμου σου, Ρεγάνη. Προς χάριν της συζύγου μου εγώ τον εμποδίζω. Τον λόγον της τον έδωκε κρυφά εις τον Εδμόνδον. Δεν συγχωρώ, ο άνδρας της εγώ, να της τον πάρης. Αν θέλης άνδρα και καλά, εμένα ερωτεύσου. Αυτός αρραβωνίσθηκε με την αρχόντισσάν μου! ΓΟΝΕΡ. Τι κωμωδία είν' αυτή; ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Φορείς σπαθί, Εδμόνδε.

Από τότε η ευτυχία και η χαρά εβασίλευσε παντοτινά εις το σπίτι του· της Φωτεινής τα 'ματάκια δεν εδάκρυσαν πλέον ποτέ, αλλά πάντοτε έλαμπαν και έχυναν γύρω της αληθινό φως. Σαν άστρο μοιάζεις τ' ουρανού, χαριτωμένη κόρη Πάντα το σπίτι με χαρά εσύ το πλημμυρείς. Ο δρόμος σου ανθόσπαρτος ανοίγεται· προχώρει! Φεγγοβολεί ολόλευκο το στέμμα, που φορείς! Μέσα σε κάθε παραμύθι, αλήθεια κρύπτεται τρανή.

Ούτω, θα ώφειλον να αγαπώ τους Βιθυνούς φορείς μου, τους Αιγυπτίους βαλανείς μου, — θα ώφειλον να αγαπώ τον Χαλκοπώγωνα και τον Τιγγελίνον. Μα τας λευκογονάτους Χάριτας, σου ορκίζομαι ότι, και εάν το ήθελα, δεν θα ηδυνάμην να πράξω τούτο.

Αλλά δέξου με αφού είμαι γυμνός. ΕΡΜ. Δεν είσαι γυμνός, φίλε μου, αφού φορείς τόσα κρέατα. Λοιπόν να ταποβάλης, διότι μόνον το έν σου πόδι εάν πατήσης εις το πλοίον θα το βυθίσης. Αλλά και τους στεφάνους τούτους να ρίψης και τα κηρύγματα . ΔΑΜ. Ιδού, είμαι γυμνός, ως βλέπεις, πραγματικώς και ισοβαρής με τους άλλους νεκρούς. ΕΡΜ. Έτσι ελαφρός είσαι όπως πρέπει, ώστε έμβαινε.

Διάκε, νερό κι αλάτι... Εσ' είσαι ακόμα ζωντανός, και τον Κιοσέ Βεζήρη Τον έχομετα νύχια μας, μ' ένα σου λόγο, σβυέται... Δεν ξέρω παρακάλεσαις, δε διακονεύω σχώρια... Στοχάσου... η ώραις φεύγουνε... και πες μου, ναι ή όχι; — Εψές τα παλληκάρια σου, Ομέρπασα Βριόνη, Το δαχτυλίδι μάρπαξαν και το φορείςτο χέρι.. Πριν απαντήσω... το φιλείς; — Και τι σημάδια φέρνει;

Αλλ' οι φορείς εσταμάτησαν μόνον διά να καλύψουν το πρόσωπόν των και το στόμα διά πανιού και να προφυλαχθώσιν ούτω από την δυσωδίαν, ήτις πέριξ της οστεοθήκης του κοιμητηρίου, ήτο ανυπόφορος· μετ' ολίγον ανέλαβον τα φορεία και εξηκολούθησαν τον δρόμον των. Έν μόνον φέρετρον εστάθη απέναντι του μικρού ναού.

Διότι εις σε μεν δεν αρμόζει ίσως να φορτωθής τοιαύτα ονόματα, αφού είσαι τόσον ωραία ενδυμένος, και φορείς τόσον ωραία υποδήματα, και έχεις φήμην διά την σοφίαν σου εις όλον τον ελληνισμόν. Εις εμέ όμως δεν υπάρχει καμμία δυσκολία να συμφύρωμαι με αυτόν τον άνθρωπον. Εμέ λοιπόν διαφώτιζε πρώτα και διά χάριν ιδικήν μου απάντησε.

Στίχων που είχαν διπλή σημασία για τους θεατές, γιατί θυμούνταν τις τελευταίες λέξεις που φώναξε η μητέρα του Ριχάρδου από πίσω του, όταν εκείνος εβάδιζε προς το Bosworth: «Γι αυτό λοιπόν νάχης την πιο πικρή κατάρα μου, που την ημέρα της μάχης να σε κουράση περισσότερο κι από την πλήρη πανοπλία που φορείς».

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν