United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καίτοι οι Ρωμαίοι άφινον τους εσταυρωμένους δούλους των εις βοράν κοράκων και κυνών, ο Πιλάτος δεν εδυσκολεύθη να κυρώση φιλανθρωπότερον και ευσεβέστερον ιουδαϊκόν έθιμον, το οποίον απήτει αείποτε την ταφήν των νεκρών. Ο δε Πιλάτος ηπόρησεν αν ήδη απέθανε, και έστειλε να ερωτήση τον εκατόνταρχον, πληροφορηθείς δε, διέταξε να δοθή το σώμα.

Την υστεραίαν η Μαλαμμώ είχε δουλειά στο σπήτι της, κάτω στο χωρίον, τρεις ώρας δρόμον. Την τρίτην ημέραν δεν ευκαιρούσεν ο σύζυγός της, όπου ήτο ολίγον κτίστης, αλλά και αγωγιάτης και γεωργός. Φθάνουν εις τα πρόθυρα του Κάστρου, κάτω εις το βαραθρώδες του χάσματος, κυττάζει η Μαλαμμώ. Τα σανίδια έλειπαν. Έκαμε πολλούς σταυρούς, ηπόρησεν, ηγανάκτησε.

Ηρώτησε μετά πεποιθήσεως τον νέον μοναχόν ο κυρ-Δημάκης, φαιδρύνων το λιτόν και σαρακοστινόν δείπνον του, και ετοιμαζόμενος να πίη μέγα κρασοβόλιον. — Κατά τον καιρό! Απήντησε ξηρά-ξηρά ο μοναχός σώφρων, ασκητής. — Πώς; εμένα μούπε ο γέροντας πως θαρθή. Ηπόρησεν ο κυρ-Δημάκης μείνας με ανοικτόν στόμα, βαστάζων εις χείρας του ποτήριον, εν ώ ηκτινοβόλει ως βύσσινον ο μαύρος οίνος.

Ηπόρησεν έπειτα, ότι η από του σταθμού εις το ξενοδοχείον μετάβασις διήρκεσε περισσότερον του σιδηροδρομικού του ταξειδίου. — Αληθώς αι Αθήναι έγειναν μεγαλόπολις, διενοήθη μετ' ενδομύχου ευχαριστήσεως.

Πολύ λοιπόν ηπόρησεν ότε τα εις το τέταρτον βιβλίον του Αριστοτέλους περιγραφόμενα συμπτώματα ειδοποίησαν αυτήν, ως άγγελος την μητέρα του Συμψών , ότι ο Ύψιστος ηυλόγησε τέλος πάντων τα σπλάχνα της.

Γι' αυτό ίσα-ίσα, να παίρνης, αδελφή μ, και το κορίτσι. Για συντροφιά μπάρεμ! — Κάθεται, θαρρείς κ' εκείνο; Όλη-μέρα παλεύει για να ξυφάνη κείνα δα τα δίμιτα. — Αλήθεια; υπέλαβεν η Φουλίτσα πάλιν. Έμαθα πως το πάντρεψες! — Ποιος σου τώπε; Ηπόρησεν η Αχτίτσα. — Να, πήρες, λέει, τον μπάρμπα-Θανάση, τον χήρο. — Κάλλιο άντρα μ' ένα μάτι, παρά άντρα με παιδί. Το ξέρεις αυτό, γρηά Φουλίτσα;

Όταν δε έτυχεν ο βασιλεύς να ανοίξη το οίκημα, ηπόρησεν ιδών ότι έλειπον χρήματα από τα αγγεία, και δεν ήξευρεν εις ποίον να αποδώση το πράγμα, καθότι αι σφραγίδες ήσαν ανέπαφοι και η θύρα κεκλεισμένη. Οι κλέπται ήλθον ως και πρότερον· ο είς εξ αυτών εισήλθεν, επλησίασεν αγγείον τι, και αίφνης συνελήφθη εις την παγίδα.