Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Όταν έφθασαν πέραν εις το δάσος, το κατάφυτον με κλήθρα, ήρχισαν να ανεβαίνουν το όρος εις εκείνο το μέρος του, όπου ο Παγών χωρίζεται από το τοίχωμα του βουνού και ήρχισαν τώρα να πατώσιν επάνω εις κρυσταλλωμένους όγκους πάγου μέχρις ότου περί τοιούτους βαδίζοντες εβγήκαν επάνω εις τον Παγώνα.
Αίφνης ο Παγώνας, ίσως διότι ησθάνετο κρύος και ήθελε να ζεσταθή, ίσως και διά να παρηγορήση κάπως την θεια-Συνοδιά, την οποίαν έβλεπε λυπημένην και ανησυχούσαν διά τον γαμβρόν της, ήρχισε πάλιν να τραγουδή τον προσφιλές άσμα του: Τζιμ, τζιμ, τζιμ, τζιμ, παγώνα μου! έλα κοντά στο γόνα μου . . .
Ήτο παραγυιός γεωργοκτηματίου τινός κατοικούντος εις την πόλιν, κ' έβοσκε τα βώδια του κυρίου του κάτω εις την Αγίαν Ελένην, όπου ούτος είχεν εκτεταμένους αγρούς με μικράν έπαυλιν, κ' επέστρεφεν αργά εις την έπαυλιν, όπως όχι σπανίως του συνέβαινε. — Παγώνα! ε! Παγώνα! — Τι θέλεις, θεια-Συνοδιά; απήντησεν ο νεαρός αγρότης γνωρίζων την φωνήν της. — Έρχεσαι τα-ίσα απ' το χωριό, ή όχι;
Η Άνοιξις είχε ξεδιπλώσει τα χυμώδη πράσινα με καρυδιές και καστανιές στολίδια της και με περισσότερον σφρύγος εβλάστανον από την παρά τον άγιον Μαυρίκιον γέφυραν μέχρι της όχθης της λίμνης της Γενεύης κατά μήκος του Ροδανού, ο οποίος ορμά με ισχυρόν ρεύμα εκχυνόμενος πέραν, από την έξοδόν του κάτω από τον πρασινωπόν Παγώνα, το κρυστάλλινον Παλάτι, όπου η Νεράιδα του Πάγου διαμένει.
Ό,τι, έχει ζωήν ζητεί προστασίαν! Τώρα κατέπιπτον κρουνοί βροχής . . . . . . . . — Πού να είναι τέλος πάντων ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα με αυτήν την τρικυμίαν; είπεν ο Μυλωθρός. Η Μπαμπέττα εκάθητο με σταυρωμένα τα χέρια, με κεκλιμένην την κεφαλήν επί του στήθους άφωνος εκ λύπης· έκλαιε, δεν εθρήνει πλέον!. — Μέσα εις το βαθύ νερό! έλεγε μέσα της. Είναι κάτω βαθιά, σαν κάτω από τον Παγώνα!
Ήδη είχον διανύσει την μεγαλυτέραν απόστασιν, είχον φθάσει διά των υψηλών του βουνού ράχεων εις το χιονοπέδιον, και ήδη έβλεπον την γενέθλιον κοιλάδα με όλας τας εκ κορμών δένδρων οικίας της, τας τόσον γνωστάς και οικείας, και τους έμειναν ακόμη να διέλθωσι τον ένα μεγάλον παγώνα.
Είτα εκεί με τρις τον σταυρόν της προ της αγίας εικόνος και είπε το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω», τας μόνας προσευχάς τας οποίας είξευρε. Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη βήμα ανδρικόν έξω. Έκρουσαν την θύραν της. Ήτο η φωνή του Παγώνα. Εσηκώθη ν' ανοίξη.
— Άφτε τώρα τα χωρατά, γιατί μας έπιασε μεγάλος φόβος, καϋμένε . . . . Μην τώχεις μικρό πράμμα . . . . Ποιος ξέρει αν έπαθε και τίποτα. . . . Μου κάνεις τη χάρι, Παγώνα μου, να πάμε μαζί ως απάνου, στην Παναϊά, να ιδούμε, μην είνε πουθενά; — Πάμε, τι θα χάσουμε; είπε πρόθυμος ο νέος.
— Έρχομαι, απ' το χωριό, απ' τον ·Άι-Γιαννάκη, απ' του Συνοδάρη, απ' τη βρωμόβρυσι, απ' τα Φιλιππέικα, απ' της Μαμούς το ρέμμα, απ' της βίγλαις, απ' του Σαμέλου, απ' το Πετράλωνο . . . — Όλα αυτά τα μέρη τα έχεις γυρίσει, Παγώνα; — Όλα, κι' άλλα ακόμα . . . — Μην είδες πουθενά τον γαμπρό μου τον Αγάλλο;
Ο άνεμος εβόιζε γύρω του· κάτω μέσα εις την άβυσσον έβραζαν τα νερά, που έλυωναν από τον Παγώνα, το Παλάτι της Νεράιδας του Πάγου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν