United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φλογίστηκετα χέρια του το δαμασκί σπαθί του, Το πρόσωπό του εμαύρισε, άφρισε τ' άλογό του, Κι' δω που ο ήλιος έγειρε και πάει να βασιλέψη, Πέρα και πέρα εγιόμισε τον κάμπο από κουφάρια Κ' η ρεμματιαίς πελάγωσαν απ' το πολύ το αίμα.

Τούχα γνωρίση 'ς τ' 'Αγραφα... Πούσαι καϋμένε, Δίπλα, Να ιδής που δεν εβράχνιασεν ο λάρυγγάς του ακόμα!.. Έψησ', εμαύρισε καρδιαίς... Θα εδάγκασε κουφάρι.. Το βόλι δεν εδιάβηκε ... Γονάτισ' ένας ... πέφτει... Καλή αρχή... ματώθηκαν... ανάφτει το γεφύρι... Πώς πολεμούνε τα σκυλιά!... Διάκε; ...καπνός... δε βλέπω. — Καλήτερα για σένανε.

Έπειτα άρπαξε τον χωριάτην τον Γόργον και τον έσυρε από τα μαλλιά και άρχισε να τον κτυπά αυτόςνομίζω ότι ονομάζεται Δεινόμαχος αυτός ο στρατιώτηςκαι ο συστρατιώτης του με τόση λύσσα που δεν γνωρίζω αν θα ζήση ο άνθρωπος• διότι έτρεξε αίμα πολύ από τη μύτη του και το πρόσωπο του επρίσθη όλο κι' εμαύρισε. ΚΟΧΛ. Ετρελλάθη ο στρατιώτης εκείνος ή μεθυσμένος ήτο;

Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα στην πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ' εκάπνισε κ' έγειρεν ολίγο και εκάηκε! — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ' επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ' εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα... Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κ' έμεινε στον τόπο!

Από της πρώτης λοιπόν ημέρας εμαύρισε δι' ημάς ο ορίζων και μας κατεπλάκωσε την ψυχήν η ανησυχία και ο φόβος. Αι λέξεις αύται, ανησυχία, φόβος, συχνάκις ήδη διέφυγον τον κάλαμόν μου. Αλλά προς τι να επιδείξω γενναιότητα, την οποίαν ούτε είχομεν, ούτε ηδυνάμεθα να έχωμεν ; Μη, αναγνώστα, μειδιάσης, αναλογιζόμενος ότι είμαι Χίος και αποδίδων εις φυλετικήν δήθεν ιδιοσυγκρασίαν την ατολμίαν μου.

Και όταν ο παιδονόμος ο αγριάνθρωπος, έσπευσε να τον συλλάβη, ο Μανώλης ευρέθη αίφνης μέσα εις μίαν ζυμωτικήν σκάφην, απομακρυνόμενος του λιμένος του Κάστρου και πλέων προς το Διαπόρτι άφοβα. — Τι να το κάμω; τι να το κάμω; Έκλαιε και ωδύρετο η μητέρα του η χήρα η Αλτανού, η θαλασσοκαμένη χήρα, της οποίας τόσον εμαύρισε την μανδήλαν και την καρδίαν η αχόρταστος θάλασσα.

Ο Καπετάν πασάς με την αρμάδα κατέπλευσε και άραξε, ανάμεσα στον Μέγαν Γιαλόν κ' εις τον Μικρόν Γιαλόν. Καράβια εγέμισε ο τόπος ο υγρός, εμαύρισε όλ' η θάλασσα.

Από μέσα έχει το σκουλήκι που του αλέθει την καρδιά! Και σαν του αναβή καμμιά φορά στο κεφάλιΘεός να φυλάγη τα παιδιά του κόσμου και ύστερα το δικό μου! Θεός να σε φυλάγη, Σουλτάνε μου και σένα! Κ α ρ ά σ ε β δ ά τον είπανε, εξηκολούθησε θρηνητικώς η γραία, και καρά σεβδάς είναι. Γιατί πολλών μητέρων καρδιαίς εμαύρισε, πολλά παλληκάρια έβαλε μέσα στη γη τη μαύρη!

Ω πόσον εστάθηκαν αυτοί φοβεροί· ο αέρας εις μίαν στιγμήν εμαύρισε, και ένα βαθύ σκότος επερικύκλωσε το λουτρόν που είμεθα· ηκούαμεν βροντές και αστραπές φοβερώτατες, που κάθε στιγμήν γίνονταν· εφυσούσαν οι άνεμοι με μεγάλην οργήν, και αγροικούσαμεν την γην υποκάτω από τους πόδας μα πολλά να τρέμη.

Απάνω εις τον Ποταμό, εις την Βραΐλα, έχει δουλειά τακτική. Και ήρχοντο και παρήρχοντο η καλαίς ημέραις. Και πάλιν ξαναήρχοντο και πάλιν παρήρχοντο. Και το σπιτάκι που έλαμπε πρώτα σαν το χιόνι επάνω εις τον Βράχον με την αυλίτσα την κάτασπρην, εμαύρισε σαν φούρνος πλέον από τον καπνόν της δυστυχίας. Έτσι μαυρίζει κ' η καρδιά που έχει μέσα λύπη. Αι γειτόνισσαις δεν την επίστευον πλέον.