Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Ας είνε, του απεκρίθη ο Βεδρεδήν· εγώ θέλω πασχίσει να εύρω τον τρόπον διά να συνομιλήσω με αυτόν και αν είνε και αυτός καθώς μου λέγεις, σου τάσσω να μην υπάγω παρεμπρός εξετάζοντας, αλλά ευθύς να γυρίσω εις το βασίλειόν μου, και θέλω ομολογήσει τότε, πως κανείς άνθρωπος δεν είνε χωρίς θλίψιν. Είμαι ευχαριστημένος, απεκρίθη ο βεζύρης.

Και όμως Μια 'πιθυμία μ' έλαβε, Να πάω να κυτάξω Τι είναι. Πώς να καταβώ; . . . Θα πέσω . . . Να πετάξω; . . . Κομμάτια ήθελα γενώ 'Στόν πάτο . . Ω! τι τρόμος! . . . Και ήθελα να κατεβώ, Και ήθελα να φύγω. Ο φόβος μου μ' εκράταε. Με σπρώχν' η 'πιθυμία. Και τέλος κάμνω απόφασι, Κάμνω δοκιμασία Να καταβώ· παρεμπρός Προυχώρησα ολίγο.

Και από αυτά τα σημεία εστοχασθήκαμεν ότι ήτον ο τόπος όπου είχαν τους τρελλούς κλεισμένους· και πηγαινάμενοι παρεμπρός εβεβαιωθήκαμεν πως ήτον έτσι, με το να ηκούσαμεν που να επαραμιλούσαν και να έλεγαν λόγια χωρίς στόχασιν, και ολονών οι τρελλές κουβέντες που έκαναν ήτον περί αγάπης, ώστε που εκρίναμεν ότι η τρελλαμάρα τους θα είχε προξενηθή από αγάπην και διά τούτο τους εβάλαμεν εις εκείνους τους πύργους.

Ποιος είνεΑσθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις. Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν: «Ε! ποιος είσαι; Πού βρίσκεσαι;» Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε: — «Δω είμαι!... ελάτε παραδώ...» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν. — Κάποιος θάπεσε κ' εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες το ρέμμα, εσκέφθη μεγαλωφώνως ο είς των βοσκών.

Και βλέποντας τέτοια παράδοξα, χωρίς να ιδώ παντελώς κανέναν άνθρωπον ζωντανόν, συνεπέρανα ότι όλοι οι άνθρωποι εκείνης της πόλεως ήσαν μεταμορφωμένοι εις λίθους. Έπειτα προβαίνοντας παρεμπρός εύρον μίαν ευρυχωροτάτην πλατείαν εις το μέσον της πόλεως· εκεί είδα ένα ευμορφότατον παλάτι, του οποίου η θύρες ήσαν από μάλαμα καθαρόν και συνεπέρανα ότι ήτο το παλάτι του βασιλέως εκείνης της πόλεως.

Εκεί αυτοί επούλησαν τα άλογά τους, και έζησαν με πολλήν ανάπαυσιν, έως που είχαν δηνάρια· και σώνοντάς τα εσηκώθησαν από εκεί, και υπήγαν παρεμπρός εις τες τέντες των προεστών· εκεί εμπήκαν εις μίαν τένταν που ήταν επιταυτού διά τους πτωχούς ξένους, και εκεί έμειναν χωρίς καμμίαν βοήθειαν. Ο Καλάφ απεφάσισε και επήγαινε διά να ζητήση ελεημοσύνην.

Σφιχτά τον αγκαλιάζουν Και τόνε διώχνουν παρεμπρός: «Μόχτα.. Δεσπότη... μόχτα »Καιτο πατριαρχείο σου θαυρής να ξαποστάσης.» — Κι' ανεμοδέρνει ταλαφρό, το μαραμμένο φύλλο. Αφ' ου τον έφεραν εκεί κι' αφ' ου τον παραδώκαν Εβουβαθήκανε με μιας.

Αλλ' ακούει τότε, παρεμπρός, τον καμαρώτον του, το Ζούμπουραν, όστις εξαγαγών την κεφαλήν του από το πλατύ περιλαίμιον του σκληρού αυτού καπότου εμονολόγει προ της ακατασχέτου χιονιάς: — Ούτε πανί στο πέλαγο, ούτε γάιδαροςτα Ψαρά!

«Τι 'λθες, Ερμή χρυσόρραβδε, να μ' εύρης, σεβαστέ μου και αγαπημένε; να έρχεσαι συχνά δεν σ' είδα ως τώρα. ό,τι ποθείς λέγε μου ευθύς• και να το πράξω θέλω, αν πράγμα είναι, 'που γίνεται, κ' είμαι αρκετή να πράξω. 90 αλλά προχώρει παρεμπρός να σε φιλοξενήσω».

Όχι, μου απεκρίθη, δεν το ηξεύρω· μα ο αδελφός μου ο πλέον γεροντότερος, που θέλεις εύρει παρεμπρός, ελπίζω πως θέλει σου το φανερώσει. Ακολούθησα να περιπατώ και είδα πολλά ογλήγορα και τον τρίτον γέροντα που εδούλευε την γην· αυτός δεν είχε μίαν τρίχα άσπρην εις το κεφάλι του, και μου εφαίνονταν τόσον δυνατός, που δεν ημπορούσα να στοχασθώ πως ήτον ο πλέον γεροντότερος από τους άλλους δύο.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν