United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να μ' ελεήσης, φίλε, μ' ολίγο μερτικό Από την εισοδιά σου προς ώρας δανεικό. Κι' ερχάμενος ο θέρος, χωρίς να ζημιοθής, Σου δίνω και κεφάλι και κάματον ευθύς. 140 Πολύ καλά, αποκρίθη· μον δεν παρανογώ, Γιατί να μη φροντίσης, ως έκαμα κι' εγώ. Γιατί, κυρ Μύρμηγκά μου, δεν άδιασα στιμή Από το λάλημά μου, κι' αυτή είναι η αφορμή.

Και προς αυτόν ο Ευρύαλος απάντησε και του 'πε• 140 «Λαοδάμα, ο λόγος σου είναι ορθός• ο ίδιος άμε τώρα και καθαρά προσκάλεσε τον ξένον εις αγώνα».

Και τότε ο φτερογλήγορος της απαντά Αχιλέας «Ας είναι... Ας φέρουν ξαγορά και το νεκρό τους δίνω, αν τέτιος είναιαφού το λες — ο ορισμός του Δία140 Σαν έτσι οι διο τους τότε εκεί στα πλοία, γιος και μάννα· λαλούσαν κι' έλεγαν πολλά λογάκια φτερωμένα.

Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «τούτα όλα, ω Τειρεσία, τ' αποφάσισαν οι θεοί• πλην τώρα δίδαξέ με να μάθω αυτό 'που σ' ερωτώ• 'κεί πέρα της μητρός μου 140 την ψυχή βλέπω, και βουβή μένει σιμάτο αίμα, και τον υιόν της δεν τολμάτα μάτια να κυττάξη, ούτε καν λόγο να του ειπή• συ, κύριε, δίδαξέ με αυτή πώς θ' αναγνώριζεν εμένα ότ' είμ' εκείνος».

140. «Εις την αυτήν μεν γνώμην, ω Αθηναίοι, να μη υποχωρήσωμεν δηλαδή εις τους Πελοποννησίους, επιμένω πάντοτε, μολονότι γνωρίζω ότι οι άνθρωποι δεν καταβάλλουν την αυτήν ζέσιν εις το να επιχειρούν τον πόλεμον οποίαν εις το να ψηφίζουν αυτόν, και ότι η γνώμη αυτών μεταβάλλεται αναλόγως προς τα συμβαίνοντα.

Αφτά με κλάματα έλεγαν του βασιλιά, ζητώντας ναν τον μαλάξουν· μα άκουσαν αμάλαχτο 'να λόγο «Γιοί, καθώς λέτε, αν είστε εσείς του πρόκριτου Αντιμάχου, πούπε στων Τρώων τη βουλήσαν πήγε ο αδερφός μου, θυμάστε, με το θεϊκό Δυσσέα αποσταλμένος140 μην τον αφίστε, σφάξτε τον που τον κρατάτε τώρα. να! του γονιού σας τ' άδικα καιρός να μου πλερώστε

Έτσιάκου μεμη χολοσκάς για το παιδί σου τώρα· τι κι' άλλοι ακόμα πιο καλοί στη δύναμη στα χέρια ή σφαχτήκανε ή θα σφαχτούν και σαν πολλά γυρέβεις, 140 απάθεφτη κάθε θεού νάναι η γενιά και φύτραΈτσι είπε, και τον έβαλε σ' ένα θρονί να κάτσει.

Στο τεριαστό ζουνάρι πέφτει η πικρή και το τρυπάει σαΐτα πέρα πέρα, 135 και μες στα μαστροδούλεφτα του χώνεται τσαπράζα, και στη φασκιά που του κορμιού την είχε φυλαχτήρι και φράχτη κάθε κονταριού, και πιο πολύ τον είχε προφυλαγμένο, μα κι' αφτή την πέρασε ίσα πέρα. Χάραξε εκεί έτσι ξώσαρκα του στρατηγού το κρέας, κι' έτρεχε εφτύς απ' την πληγή μαβρόθολο το αίμα. 140