Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Άλλην εξήγησι, ω γυνή, του ονείρου να ζητήση 555 κανείς δεν δύνατ', επειδή το τέλος ο Οδυσσέας ο ίδιος είπε, και όλεθρος εις τους μνηστήραις όλους φανερός είναι και κανείς τον χάρο δεν θα φύγη».
Απ' την Εφύρα 530 άλλοτες τάφερε ο Φυλιάς, απ' του Σελλή το ρέμα, και βλάμης τού τα χάρισε, ο βασιλιάς Εφήτης, που σαν κινάει για πόλεμο ναν τα φοράει μπροστήθι· όπως και τότες τούσωσαν το γιο του από το χάρο.
Έτσι με χέρι αφτός βαρύ τον πρόσμενε, θωρώντας 480 το χάρο ομπρός του· μια σπαθιά τού κατεβάζει εκείνος στο σνίχι, και πετάει μακριά κάρα μαζί και κράνο. Οχ τα σφοντύλια πήδηξε τότε όξω το μεδούλι, κι' εκείνος χάμου στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες.
Έτσι είπε, κι' λοων κόπηκαν τα ήπατα απ' τον τρόμο, και κάθε Τρώας κοίταζε πού να σωθεί οχ το χάρο. Και τώρα, Μούσες, πέστε μου, των ουρανών νυφούλες, πιος τάχα πρώτος Αχαιός να πήρε ματωμένες αρματωσές, σαν έγυρε τη μάχη ο Τραντοσείστης. 510
Και αυτού 'ς τ' ανώγ' η φρόνιμη κείτονταν Πηνελόπη, χωρίς φαγί, χωρίς πιοτό, πολύ συλλογισμένη, αν ο υιός της ο καλός τον χάρο θα ξεφύγη, ή θα του πάρουν την ζωήν οι απόκοτοι μνηστήρες. 790 και όσα λεοντάρι μεριμνά, πολλών 'ς την μέση ανθρώπων, φοβούμενο, 'που δολερόν τού 'συραν γύρω κύκλον, τόσα ενώ συλλογίζονταν, γλυκός την πήρεν ύπνος, κ' έπεσε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν.
Αυτά 'πα• ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 405 ούτ' εμέ 'ς τα καράβια μου δάμασε ο Ποσειδώνας, σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών ανέμων, αλλ' ούτ' εχθροί μ' εχάλασαν 'ς την γην αλλά τον χάρο ο Αίγισθος μου ετοίμασε με την καταραμένη γυναίκα μου• 'ς το σπίτι του μ' εκάλεσεν εκείνος, 410 και, ως σφάζουν βώδι 'ς το παχνί, 'ς το γεύμα εμ' έχει σφάξει• έτσι εκακοθανάτηοα, και γύρω οι σύντροφοί μου σφάζοντο, ως γίνεται η σφαγή των λευκοδόντων χοίρων 'ς το σπίτι ανθρώπου υπέρπλουτου, μεγάλου, όπ' έχ' ή γάμους ή φαγοπότι φιλικόν ή επίσημο τραπέζι. 415 ήδη σου έτυχε να ιδής φόνους πολλών ανθρώπων, είτ' έπεσαν μονόμαχα, είτε εις μεγάλην μάχη• αλλά πολύ θα οδύροσουν αν έβλεπες εκείνα, πώς 'ς τον κρατήρα ολόγυρα, 'ς τα γεμιστά τραπέζια, κειτόμασθε, και 'ς τα αίματα τρικύμιζεν ο πάτος• 420 κ' έφριξα 'ς το ξεφωνητό της κόρης του Πριάμου, Κασσάνδρας, 'που την φόνευσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρα η επίβουλη• κ' εγώ 'ς την γη με πετακταίς αγκάλαις σφαμμένος τότ' εβρόντησα, και μ' άφησεν η σκύλλα, ουδέ η καρδιά της έδωσεν, εκεί 'που ξεψυχούσα, 425 τα μάτια να μου πιάση καν, το στόμα να μου κλείση• όχι, φρικτό και αδιάντροπο 'ς την γην άλλο δεν είναι ως η γυναίκ', άμα 'ς τον νου παρόμοιαις πράξαις βάλη• ιδές πώς κείνη ωργάνισεν έργον αισχρό κ' εγίνη του ανδρός της φόνισσα• κ' εγώ θαρρούσα 'ς την πατρίδα 430 περίχαρα να με δεχθούν τα τέκνα μου και οι δούλοι• αλλά η σοφή 'ς τα πονηρά και αυτή κατεντροπιάσθη, και απόμεινεν η εντροπή 'ς των θηλυκών το γένος, και όταν κατόπιν ευρεθούν καλόπρακταις γυναίκαις».
Να μη φέξη, για τόνομα του Θεού: Ας μπορούσε τουλάχιστο να φέξη μια ώρα πιο αργά· να ξεχνιάση το Χάρο. Τι είναι που τρίζει; Κάτι κρότους ακούω. Ο κρότος μεγαλώνει. Με τρομάζει. Κατάλαβα τι είναι. Τίποτις δεν είναι. Του παπού η αναπνοή, στην κάμερη πλάγι, που κοιμάται. Βαριά, βαριά παίρνει την αναπνοή του. Δυσκολέβεται να την πάρη. Τι καρδιοχτύπια είναι τούτα; Τακούω ίσια με δω.
Μ' αν τύχη κ' έρθη θανατικό, αν τύχη και μπη μαθές αρρώστια μέσα σ' αυτό το σπίτι και το ρημάξη και πολεμώ με το χάρο ολομόναχη, και γυρίζω τα μισοσβυσμένα μου μάτια να δω ένα χαμόγελο δίπλα μου, ν' ακούσω μια προσευκή, ν' απλώσω το μαραμένο μου χέρι και να ψάξω ένα χέρι πονετικό — ποιος θα μου τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα μου; Κωστ. Εγώ θα σου τηνέ φέρω!
Είπε και του πατέρα εφτύς το λόγο ακούει ο Φοίβος, και κάτου τρέχει οχ τα βουνά της Ίδας ως στον κάμπο, κι' όξω μακριά το Σαρπηδό απ' τις ρηξές σηκώνει, πολύ μακριά, μ' αγνό νερό τον πλαίνει ποταμήσο, του αλείφει λάδι αθάνατο, του βάζει αιώνια ρούχα, 680 και στέλνει διο οδηγούς γοργούς μαζί να τον σηκώσουν, το Χάρο κι' Ύπνο, δίδυμα διο αδέρφια, που σε λίγο ως στης Λυκιάς τον πήγανε μες στα χωριά τα πλούσια.
Όμως αφτόνε οι διο αδερφοί ενώθηκαν, κι' ο ένας 400 τον σαϊτέβει στο λαμπρό λουρί της αντροσώστρας γύρω στα στήθια ασπίδας του — μα απ' το παιδί του ο Δίας διώχνει το χάρο, μη σφαχτεί σιμά στ' ακροκαράβια — κι' ο Αίας την ασπίδα ορμάει και του τρυπάει, μα μέσα δε μπήκε η μύτη, μοναχά τον άμπωξε ενώ ορμούσε. 405 Έτσι λιγάκι κώλωσε οχ το τειχί, μα πάλι δεν τράβαε χέρι, τι η καρδιά τη νίκη του διψούσε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν