United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πα• ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 405 ούτ' εμέτα καράβια μου δάμασε ο Ποσειδώνας, σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών ανέμων, αλλ' ούτ' εχθροί μ' εχάλασαντην γην αλλά τον χάρο ο Αίγισθος μου ετοίμασε με την καταραμένη γυναίκα μου•το σπίτι του μ' εκάλεσεν εκείνος, 410 και, ως σφάζουν βώδιτο παχνί, 'ς το γεύμα εμ' έχει σφάξει• έτσι εκακοθανάτηοα, και γύρω οι σύντροφοί μου σφάζοντο, ως γίνεται η σφαγή των λευκοδόντων χοίρωντο σπίτι ανθρώπου υπέρπλουτου, μεγάλου, όπ' έχ' ή γάμους ή φαγοπότι φιλικόν ή επίσημο τραπέζι. 415 ήδη σου έτυχε να ιδής φόνους πολλών ανθρώπων, είτ' έπεσαν μονόμαχα, είτε εις μεγάλην μάχη• αλλά πολύ θα οδύροσουν αν έβλεπες εκείνα, πώςτον κρατήρα ολόγυρα, 'ς τα γεμιστά τραπέζια, κειτόμασθε, καιτα αίματα τρικύμιζεν ο πάτος• 420 κ' έφριξατο ξεφωνητό της κόρης του Πριάμου, Κασσάνδρας, 'που την φόνευσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρα η επίβουλη• κ' εγώτην γη με πετακταίς αγκάλαις σφαμμένος τότ' εβρόντησα, και μ' άφησεν η σκύλλα, ουδέ η καρδιά της έδωσεν, εκεί 'που ξεψυχούσα, 425 τα μάτια να μου πιάση καν, το στόμα να μου κλείση• όχι, φρικτό και αδιάντροποτην γην άλλο δεν είναι ως η γυναίκ', άματον νου παρόμοιαις πράξαις βάλη• ιδές πώς κείνη ωργάνισεν έργον αισχρό κ' εγίνη του ανδρός της φόνισσα• κ' εγώ θαρρούσατην πατρίδα 430 περίχαρα να με δεχθούν τα τέκνα μου και οι δούλοι• αλλά η σοφήτα πονηρά και αυτή κατεντροπιάσθη, και απόμεινεν η εντροπήτων θηλυκών το γένος, και όταν κατόπιν ευρεθούν καλόπρακταις γυναίκαις».

Έκαμα τρισάγιο της μάνας μου, άναψα ένα κερί στην ψυχή του πατέρα μου, έρριξα και δυο ματιές στην παλιά μου αγάπη. Στη δεύτερη ματιά έφριξα ολόκορμος. — Ποιος ξέρει, επικροσυλλογίσθηκε· ποιος ξέρει αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς; Ο πατέρας της ο καπετάν Πάραρης ήταν παλιός καραβοκύρης, συνομήλικος του δικού μου.

Μωρέ τι τρέχει; ρωτάω τον διπλανό μου εκεί που εδέναμε τον παπαφίγγο. — Η τρόμπα μωρέ· δε βλέπεις; Ο σίφουνας! Ο σίφουνας! έφριξα ολόκορμος. Ακουστά είχα τα θαύματά του· πως σαρώνει ό,τι τύχη στο διάβα του· σχίζει πανιά, ρίχνει κατάρτια, γονατίζει πλεούμενα. Τόρα όμως πρώτη φορά τον έβλεπα με τα μάτια μου. Δεν ήταν ένας· ήσαν τρειςτέσσερες.