United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ο ήλιος δεν ήθελε να βγη εκείνη την ημέρα. Η ώρα δεν ήθελε να περάση. Ποτέ δεν άργησε τόσο να ξημερώση. — Δε γίνεται, σήμερα θάχωμε γράμμα, έλεγε μέσα της. Το όνειρο ήταν καθαρό και ξάστερο: το κόκκινο θα πη γρήγορο. Μα σε λίγο πάλι συννέφιαζε ο λογισμός της. Όλο ξανάφερνε στο νου της τα λόγια του Λαλεμήτρου. — Ο καϋμένος ο Λαλεμήτρος! Αυτός μου λέει την αλήθεια.

Όταν είδε τον Μανώλην και την Πηγήν συμβαδίζοντας εμειδίασεν υπό τον παχύν μύστακά του και τους εκαλησπέρισε χωρίς να σταματήση. Μόνον δε αφού επροσπέρασε και τους δύο γέροντας, εσταμάτησεν επί μίαν στιγμήν και παρατηρήσας διά του αραιώματος των δένδρων τον προς δυσμάς ορίζοντα εφώναξε προς αυτούς: — Αέρα θαχωμε. Αυτά τα κόκκινα νεφαλάκια είνε άσφαλτα σημάδια.

Όταν δε περί την δείλην επέστρεφον, εύρον πάλιν καθ' οδόν τον δημογέροντα Παπαδοσήφην και εξηκολούθησαν την περί των γενικών πραγμάτων ομιλίαν, την οποίαν είχε διακόψει εις την καφεταρίαν η άφιξις του Μπάρμπαρέζου. — Θαρρώ, του είπεν ο Παπαδοσήφης, πως θάχωμε και πολύ γλήγωρ' ανελώματα.

Γιατί δε θέλω, απήντησεν ο νέος κτυπών τον πόδα εις το έδαφος. Δε μ' αρέσει. Θες άλλο; Μετά μίαν δε στιγμήν είπε: — Δεν τήνε θέλω, γιατί 'χει μουστάκια. Είντα, κιοι δυο θάχωμε μουστάκια, να μη ξεχωρίζη ποιος είνε ο άντρας και ποια 'ν' η γυναίκα; Έπειτα έφυγε μη θέλων ν' ακούση πλέον τίποτε.

Αλήθεια, να στείλης από το πρωί τα παιδιά, τα μισάτην αδελφή μου, και τα μισάτη μάννα σου. — Γιατί; — Νάχωμε λίγην ησυχία αύριο . . . θάχωμε ομιλίαις που δεν είνε για παιδιά. — Τα καϋμένα! δεν τ' αφίνεις και αυτά να χαρούν; — Έχουν καιρό να χαρούν! επέμεινε λέγων, σκαιότερον ή κατ' αυτόν, ο Δημήτρης. Κάμε αυτό που σου λέω. — Καλά.

Μα τι βαστούσε δεν μπορούσε να θυμηθή η Ουρανίτσα. Άμα ξύπνησε το είπε της μάννας της. — Καλό όνειρο, καλότυχη. Γράμμα βαστούσε το περιστέρι στη μυτίτσα του. Θα μας φέρη γράμμα. Και κόκκινη κορδέλλα. Το κόκκινο γρήγορο είνε. Θάχωμε γράμμα με το δίχως άλλο σήμερα. Δεν έχει^ σωθήκαν τα ψέμματα. Η Ουρανίτσα έγινε κατακόκκινη σαν το τριαντάφυλλο. Η ωμορφιά της έλαμψε στην αυγή. Ήταν χαράματα ακόμα.

Την κουβέντα του θάχωμε τώρα; Πολύ του πάει. Πρόσταξε ένα εκατοστάρι ακόμα. Το ήπιανε και σηκωθήκανε να φύγουν. Αυτό ήταν όλο! Σαν έγινε το κακό, οι δυο φίλοι θυμηθήκανε τα χθεσινά. — Δε στώλεγα εγώ, Γιώργη μου; Καλύτερα να σε πηγαίναμε στη σπετσαρία. Τα βλέπεις τώρα; Είπε ο Βαγγέλης, καθώς απιθώσανε, με τα πολλά τα βάσανα, τον χτυπημένο στο κρεββάτι, και κύτταζαν να τον συγυρίσουν.