Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Αυτά 'πε, και αφού σπόνδισε, το ευφραντικό κρασί του έπιε, και πάλι εγχείρισε του βασιληά την κούπα. τούτος 'ς το δώμα εβάδιζε με κεφαλήν σκυμμένην περίλυπος, ότι κακό προμάντευε η ψυχή του• τον χάρο αλλά δεν ξέφυγεν, ότι και αυτόν η Αθήνη 155 'ς του Τηλεμάχου υπόταξε το φονικό κοντάρι• και πάλ' ήλθε κ' εκάθισε 'ς τον θρόνον 'που 'χε αφήσει.
Κατάλαβαν ότι πεινούσα και με κάλεσαν να περάσω στην τραπεζαρία. Εγώ, θυμάμαι, σηκώθηκα, αλλά ξαναέπεσα στο κάθισμα χτυπώντας το κεφάλι στη ράχη της πολυθρόνας. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Όταν συνήλθα ήμουν στο κρεβάτι, στο σπίτι τους. Η υπηρέτρια μου έφερνε μια κούπα με ζωμό πάνω σε έναν ασημένιο δίσκο και μου μιλούσε με μεγάλο σεβασμό.
Και ο κήρυκας ωδήγησε τον αοιδόν, 'που η Μούσα αγάπησε, και του 'διδε καλόν και κακόν άμα• το φως του επήρε και γλυκό του εχάρισε τραγούδι. και εις ασημόκομπο θρονί, των ξένων εις την μέση, 65 τον κάθισ' ο Ποντόνοος, προς τον υψηλόν στύλον• κ' εκρέμασε από το καρφί την ηχηρήν κιθάρα επάνω του, και του 'δειξε 'ς αυτήν ν' απλοχερίση ο κήρυκας, και του 'θεσε κανίστρι και τραπέζι λαμπρό, και κούπα με κρασί να πίνη οπόταν θέλη. 70 και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και άμ' έσβυσαν την όρεξι, τον αοιδόν η Μούσα να ψάλη επαρακίνησε ταις δόξαις των ανδρείων, μέσ' από τ' άσμα 'πώφθανε 'ς τα ουράνια τότε η φήμη, του Οδυσσηά το μάλωμα και του Αχιλληά Πηλείδη, 75 'που ελογομάχησαν φρικτά 'ς επίσημη θυσία, κ' έχαιρεν ο Αγαμέμνονας ο μέγας βασιλέας, άμ' είδε να φιλονεικούν των Αχαιών οι πρώτοι• τι αυτά του εχρησμοδότησεν ο Απόλλωνας 'ς την θεία Πυθώνα, ότε αυτός πέρασε το λίθινο κατώφλι, 80 να ερωτηθή• και αληθινά τότ' άρχισαν τα πάθη των Τρώων και των Δαναών, ως ήθελεν ο Δίας.
Ένα πρωί η ντόνα Έστερ, που κοιμόταν στο δωμάτιο του ισογείου για να τον προσέχει, σηκώθηκε νωρίς, τακτοποίησε τα πράγματα παραμιλώντας χαμηλόφωνα, και σκύβοντας για να του δώσει να πιεί μια μικρή κούπα γάλα του είπε: «Άντε, Έφις, να είσαι χαρούμενος! Σήμερα ο Πρέντου θα ορίσει τη μέρα του γάμου. Είσαι ευχαριστημένος;»
Ο λεβέντης αμαξηλάτης φάνηκε σε λίγο στην πόρτα με μια μεγάλη κούπα γεμάτη από κόκκινο Καστριώτικο κρασί. Ακούμπησε στον ορθό της πόρτας έζαψε τη μισή κούπα, έβγαλε από το στόμα του ένα ηδονικό «άαα!» και μας χαιρέτησε. Ένας από μας τότε τον ρώτησε ποιοι είταν αυτοί οι ξένοι.
«Του Ποσειδώνα βασιληά, ευχήσου, ω ξένε, τώρα• 'που εδώ φθασμένοι έτυχε 'ς την εκατόμβη εκείνου• και αφού σπονδίσης κ' ευχηθής, ως πρέπει, δος και τούτου 45 την κούπα του γλυκύτατου κρασιού για να σπονδίση• ότι και αυτός θα εύχεται, θαρρώ, των αθανάτων• και των θεών οι άνθρωποι ανάγκην έχουν όλοι• αλλ' είν' αυτός νεώτερος, ομήλικος μ' εμένα, ώστε θα δώσω πρώτα εσέ το τ' ολόχρυσο ποτήρι». 50 Την κούπα με γλυκό κρασί της έβαλε 'ς τα χέρια• και άρεσ' ο άνδρας συνετός και δίκαιος της Αθήνης, ότι πρώτ' έδωκεν αυτής τ' ολόχρυσο ποτήρι. κ' ευχήθη ευθύς του βασιληά θερμά του Ποσειδώνα•
Είπε και δίστομ' έσυρε χαλκόβαπτο μαχαίρι και με κραυγήν τρομακτικήν επάνω του επετάχθη· 80 και, 'ς την στιγμή 'που χύθ' αυτός, ο θείος Οδυσσέας 'ς το στήθος βέλος του 'ριξεν εις το βυζί πλησίον, και μες το σκότι πέρασε τ' ορμητικόν ακόντι. την μάχαιρα απόλυσε κ' έπεσε κυρτωμένος τρικλίζοντας 'ς την τράπεζα, και τα φαγιά κ' η κούπα 85 χάμαι σκορπίσαν· εις την γη το μέτωπό του εκτύπα, οδύνην είχε 'ς την ψυχή κ' έσπρωχνε το θρονί του με τα δυο πόδια, και άπλωσε 'ς τα μάτια του μαυρίλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν