United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω! χαίρε, Εκάτη τρομερή, παρακαλώ σε, Εκάτη, συντρόφεψε και βόηθα μας απ' την αρχή ως το τέλος και κάνε και τα μάγια μας όμοια μ' αυτά της Κίρκης, κατώτερα να μη γενούν απ' της Μηδείας τα μάγια μηδ' απ' τα μάγια της ξανθής εκείνης Περιμήδης. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Για σένα αλεύρι στη φωτιά θα ρίξω πρώτα-πρώτα. Θέστυλι, σκόρπα το λοιπόν.

Ο Θωμάς όμως επροχώρησε σοβαρός, χωρίς να δώση προσοχήν καμμίαν. Εκατό φορές τις είχε ακούσει αυτές τις κουζουλάδες. Η δε Πηγή διηγήθη προς τον Μανώλην φοβερά πράγματα περί του Καρτσή. Ελέγετο ότι η νεράιδες τούχανε πάρει το νου του· γι' αυτό πολλές φορές τα μεσάνυκτα τον είχαν 'δη ολόγυμνο εις το ζουριό του μύλου, εκεί που σκορπά το νερό αφρισμένο η φτερωτή, και εχόρευε με τις νεράιδες.

είπε και γύρω αντάριασμα βουίζει, αχός σκορπά πλατιά σα στεναγμός. -Ο κόσμος μοναχό άρχοντα γνωρίζει εκείνον που διώρισε ο θεός», ξάφνω φωνή πίσω απ το νέο βροντάει κι αστράφτουν γύρω τα γυμνά σπαθιά: «Ποιος είν' αυτός που αδιάντροπα πλανάει τους πιστούς του μεγάλου βασιλιά

Και η κυρά Πανώρια η μαννούλα του, ορθή ανάμεσα στον πεινασμένο λαό της, σκόρπιζε πρόθυμα την τροφή, καλόβουλη και γελαστή σαν την Κυρά τη Φύση που σκορπά για όλους ταγαθά της. Τώρα ποιος ξέρει τι να κάνουν κ' εκείνα; Σε τι ανυπομονησία θα βρίσκονται που δε βλέπουν ακόμη να προβάλη η τροφοδότρα τους. Άκου πώς τσιμπούν και χαρχαλεύουν την πόρτα!

Της τύχης, που αγαθά σκορπά, τον εαυτό μου γέννημα κράζοντας εγώ, λέω, δεν ξεπέφτω. Αυτή ήταν η μητέρα μου. Οι καιροί αδελφοί μου που τώρα μ’ έδειχναν μικρόν τώρα μεγάλον. Τέτοιος αφού γεννήθηκα, δεν θα διαστάσω να βρω ποιο ’ναι το γένος μου, γιατί νομίζω ότι ποτέ χειρότερον δεν θα μ’ ευρήτε. Στροφή

Άσπρα κάτασπρα τα μαλλιά του κεφαλιού, τρεμάμενα τα πόδια, στείρα ταφόπλακα η καρδιά. Η νέα ζωή πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, αντρειωμένη σκορπά τριγύρω του, φεύγει και χάνεται σαν γάργαρο νερό που τρέχει κάτω από ρουπάκι κατάξερο. Πώς να την αισθανθή και πού να την ακολουθήση; Αδύνατον!

Ναί, αφτό θα φημιστεί ως εκεί που χύνει φως ο ήλιος, μα τι μ' αφτό; Σα φύγουνε οι παινεμένοι Αργίτες με τα καράβια τους ξανά στην ποθητή πατρίδα, 460 τότες το κάστρο γκρέμισ' το και σκόρπα το στο κύμα, και μ' άμμο σκέπασε ξανά τ' απλόχωρο ακρογιάλι462 Έτσι κουβέντιαζαν οι διο. Και βασιλέβει ο ήλιος, 464 και τότες τέλιωσε η δουλιά των Αχαιών.

Άμοιρη, πούν' ο νους σου; Σιχαμερή είμαι τάχα εγώ και περιγέλιο μ' έχεις; Σκόρπα και λέγε αυτά: «σκορπώ τα κόκκαλα του Δέλφι». Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Ο Δέλφις μου με πίκρανε· δάφνη γι' αυτόν θα κάψω· κι όπως η δάφνη στη φωτιά κροταλιστά θα σκάση και θε ν' ανάψη στη στιγμή και στάχτη δε θ' αφήση έτσι κι ο Δέλφις να καή στου πόθου μου τη φλόγα.

ΔΟΡΑΝΤ Τι είνε αυτά που λέτε, κυρία Ζουρνταίν; Και πώς σας πέρασε από το νου ότι ο σύζυγός σας σκορπά την περιουσία του; Νομίζετε πως ο κύριος Ζουρνταίν προσφέρει το γεύμα αυτό στην κυρία; Εγώ το προσφέρω· αυτός μόνο το σπίτι του μου δάνεισε, και πριν πήτε όσα είπατε, έπρεπε να είχατε εξετάσει καλύτερα τα πράγματα.

Συ νάχης την υγείαν σου, και ας διασκεδάσουν και λιγάκι τα καϋμένα τα παιδιά. Δόξα σοι ο Θεός, η δουλειαίς σου πηγαίνουν περίφημα. — Ας ην' οι άνθρωποι καλά, δεν έχω παράπονον. Αλλά δεν είνε λόγος αυτός να τα σκορπούμε. — Ποιος είπε να τα σκορπούμε; Κανείς δεν τα σκορπά. Ξοδεύομεν μόνον όσα πρέπει, διά να κρατούμεν την θέσιν μας εις την κοινωνίαν. Αλήθεια . . . δεν ηξεύρεις δα!