United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός λοιπόν ο Κατής είχε δύο χρόνους που είχε πάρει εις γυναίκα μίαν θυγατέρα ενός πραγματευτού πλουσίου, η οποία μαθαίνοντας ότι ο άνδρας της απεφάσισε να πάρη και άλλην γυναίκα, της εκακοφάνη τόσον, που δεν ηθέλησε πλέον να σταθή με αυτόν, τον οποίον κράζοντάς τον του είπε· ήκουσα σήμερον ότι θέλεις να πάρης και άλλην γυναίκα, διά το οποίον σου λέγω, ότι ανίσως και την πάρης δεν στέκω μαζί σου, ό,τι δεν ημπορώ να φτουρήσω μίαν αισχύνην παρομοίαν και είμαι ευχαριστημένη καλύτερον να με χωρίσης, παρά να ιδώ άλλην γυναίκα μαζί σου.

Όσο θωρείς ολόμπροστα το βασιλιά Αγαμέμνο π' όλο με τ' όπλο του χοιμάει και λόχους π' αλωνίζει, πόδιζε ως τότες, κράζοντας στα παλικάρια, πίσω να περιορίζουν τους οχτρούς όσο μπορούνε πάντα· 205 μα από κοντάρι αν χτυπηθεί ή φάει καμιά σαΐτα και μπει στ' αμάξι, τότες πια θα σου χαρίσει νίκη να σφάζεις κι' ως στα γλήγορα να κυνηγάς καράβια, όσο να σκοτεινιάσει η γης και βασιλέψει ο ήλιος

Κι' οι άλλοι αθρώποι και θεοί κοιμούντανε όλη νύχτα, μα ο Δίας δεν τη χαίρουνταν του ύπνου τη γλυκάδα, Μον μες στο νου του ανάδεβε το πώς στον Αχιλέα δόξα να δώκει, και πολλούς να σφάξει στα καράβια. Κι' αφτή η βουλή τού φάνηκε σαν πιο καλή στο νου του· 5 να στείλει τον Ψεφτόνειρο στον Αγαμέμνο κάτου. Και κράζοντας τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Κάνε, Ψεφτόνειρε, να πάς στ' Αργίτικα καράβια.

Είπε, κι' εκιός σαν αστραπή σηκώθηκε οχ τον ύπνο, και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Γέρο, δεν τρώγεσαι, ήσυχα πώς κάθουνται δεν ξέρεις. Μα κι' άλλοι τάχατε Αχαιοί δε βρίσκουνται πιο νιοι σου 165 παντού, να τρέξουν κι' όλους μας να κράξουν έναν ένα τους αρχηγούς; Μα, γέρο, εσύ περιορισμό δεν έχεις

Το ταχύ, πριν να γένη ημέρα, έρχεται ένας σκλάβος και χτυπά την πόρταν κράζοντάς με βίαν, Χουλά, Χουλά, σήκου το γληγορώτερον διότι είναι ημέρα.

Κι άμα έφτασεν εκεί και βρήκε το Δάφνη, προσμένοντας με καρδιοχτύπι τα νέα, τόνε δυναμόνει κράζοντάς τονε γαμπρό και του δίνει το λόγο του πως το χυνόπωρο θα κάμουν τους γάμους· και τόνε βεβαίωνε ότι κανένας άλλος δεν θα πάρη τη Χλόη εξόν απ' αυτόν. Γρηγορότερα λοιπόν κι από το νου ο Δάφνης και χωρίς να πιη μήτε να φάη τρέχει στη Χλόη.

Σάστισε εκείνος και γυρνάει, κι' αναγνωρίζει αμέσως την Αθηνά που ξάστραφταν τα φοβερά της μάτια. 200 Και κράζοντάς την της λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Κόρη του Δία σκιαχτερή, γιατί ήρθες τώρα πάλι; μη θες να δεις την αψηφιά του βασιλιά Αγαμέμνου; Εγώ 'να λόγο θα σου πω που ίσως τον δεις να γίνει· σα γλήγορα οι περφάνιες του στον Άδη θαν τον πάνε205

Της τύχης, που αγαθά σκορπά, τον εαυτό μου γέννημα κράζοντας εγώ, λέω, δεν ξεπέφτω. Αυτή ήταν η μητέρα μου. Οι καιροί αδελφοί μου που τώρα μ’ έδειχναν μικρόν τώρα μεγάλον. Τέτοιος αφού γεννήθηκα, δεν θα διαστάσω να βρω ποιο ’ναι το γένος μου, γιατί νομίζω ότι ποτέ χειρότερον δεν θα μ’ ευρήτε. Στροφή

Μα σαν τυφλός δε βίγλιζε της γης ο τραντοσείστης, 135 μον τρέχει εφτύς κατόπι τους μ' έτσι μορφή σα γέρος, και πάει το χέρι το δεξύ και πιάνει τ' Αγαμέμνου, και κράζοντάς τον του μιλάει διο φτερωμένα λόγια «Τ' Ατρέα γιε, θα χαίρεται στα στήθια τ' Αχιλέα τώρα η καρδιά του η άχαρη, που βλέπει τη φεβγάλα 140 των Αχαιών και τη σφαγή, τι νου σταλιά δεν έχει, που έτσι καλό τα μάτια του ποτές του να μη δούνε!

Οι ξένοι τόσο θα θαμπωθούν, που μόνοι τους θα μας δώσουν την πατρογονική κληρονομιά μας.... — Ω! δυστυχία μας! έβγαλε δυνατή φωνή η κυρά Πανώρια. Και πιάνοντας το κεφάλι με τα δυο της χέρια, έτρεξε στην πόρτα, βγήκε από το δωμάτιο, κράζοντας με όλη της τη δύναμη, σα να ζητούσε βοήθεια·Δημητράκη, Δημητράκη! χαθήκαμε! Ο Άλταης ο Χαγάνος ξύπνησε τ' απομεσήμερο με πολλή κακή διάθεση.