United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή ήτον τόσον αφωσιωμένη εις την εκδίκησιν, που δεν έβλεπε την ώραν να την βάλη εις πράξιν. Ενδύθη το λοιπόν μίαν ημέραν με φορέματα ταπεινά, και μπουλωμένη επήγεν εις την αυλήν του Κατή, και εσταμάτησεν εις μίαν αγκωνήν εκεί που έκρινεν ο Κατής διάφορες υπόθεσες.

Πλησίον της εστίας εκάθητο η Λίγεια, κρατούσα εις τας χείρας βούρλον μικρών ιχθύων προωρισμένων διά το δείπνον. Αφωσιωμένη εις το να εξαγάγη τους ιχθύς εκ του βούρλου και με την βεβαιότητα ότι θα ήτο ο Ούρσος δεν εκινήθη ποσώς. Ο Βινίκιος επλησίασε και καλέσας αυτήν έτεινε τους βραχίονας.

Εκείνη όμως με έκφρασιν ηρέμου λύπης απεκρίθη: — Και όμως ηδυνήθην να ιδώ . . . . . . . Και εκείνος είναι μύωψ, σας βλέπει όμως διά μέσου του εκ σμαράγδου μονυέλου του. Η Λίγεια ήτις εις την αρχήν του συμποσίου αμυδρώς είχε παρατηρήση τον Καίσαρα, ακολούθως δε αφωσιωμένη εις τους λόγους του Βινικίου, είχε λησμονήσει να τον παρατηρή, έστρεψε προς εκείνον περίεργα και έντρομα βλέμματα.

Αλλά συ άμα ενόησες ότι ήμουν αφωσιωμένη και πέθαινα για σένα, πότε με την Λύκαινα έπαιζες μπροστά μου, για να με σκάζης, πότε, ενώ ήσουν πλαγιασμένος μαζή μου, επαινούσες την αρπίστριον Μαγίδιον. Εγώ δε έκλαια, γιατί ενοούσα ότι τα έκανες αυτά για να με βρίζης.

Ήτο φυσικόν ότι συγκίνησίς της θα ήτο εν τη οικία επί τη αφίξει τοιούτου Ξένου, και η Μάρθα, η πολυμέριμνος, πρόθυμος και αφωσιωμένη ξενίζουσα, έτρεχεν άνω κάτω, και «περιεσπάτο περί πολλήν διακονίαν», φιλοτιμουμένη να ετοιμάση καλώς τα προς εστίασιν. Και η αδελφή της Μαρία ομοίως επεθύμει να Τον δεξιωθή καταλλήλως, αλλ' αι γνώσεις της περί της ευλαβείας της οφειλομένης Αυτώ ήσαν διαφόρου είδους.

Έβλεπε λοιπόν τον εαυτόν της δεμένο για πάντα με τον άνδρα, του οποίου εγνώριζε την αγάπη και την πίστη, στον οποίον ήτανε αφωσιωμένη με την καρδιά της, του οποίου η ησυχία, του οποίου η πίστη εφαίνετο ότι ωρίσθηκε επίτηδες από τον ουρανό για να θεμελιώση στην ευτυχία της ζωής της μιαν αγαθή γυναίκα· αισθανότανε τι θα ήταν αυτός πάντοτε σ' αυτήν και τα παιδιά της.

Αλλά μεγίστη υπήρξεν η έκπληξις και του Λεωνίδου και όλων των Σπαρτιατών, ότε, εμβάντες εις τον ναόν, εύρον εκεί την Χειλωνίδα πενθηφορούσαν πάλιν και κλαίουσαν, εναγκαλιζομένην τον ικέτην σύζυγόν της, και πλησίον της έχουσαν τα δύο αθώα της τέκνα. Η Χειλωνίς, αναφανείσα άπαξ φιλόστοργος και ευαίσθητος θυγάτηρ, ανεφάνη και σύζυγος αφωσιωμένη.

Μα η μάννα του· η γλυκειά, η πονετική, η άγια του μαννούλα! Πώς έκαμε κι άφηκε έρμο το παιδί της! Πάντα ήταν καλή, περιποιητική, αφωσιωμένη σε δαύτον. Κ' εκείνος το ίδιο· λόγο δεν της γύρισε ποτέ, παράπονο δεν της έκαμε. Η αγάπη του δεν ήταν από κείνες που έχουν τα παιδιά στη μητέρα τους! Ήταν λατρεία φανατικού στη θρησκεία του. Από τα μικρά του χρόνια κάθε σκέψη του σ' εκείνη την αφιέρωσε.

Την εύρε παρά το προσκεφάλαιον του μικρού Ρουφίου. Το παιδίον είχε πυρετόν και παρελήρει, με το κρανίον σπασμένον. Η Ποππέα, αφωσιωμένη εις τον πόνον της, ουδέ να ακούση ήθελε περί της Λιγείας. Αλλ' ο Πετρώνιος την εφόβισεν ειπών: — Συ, Αυγούστα, λατρεύεις, ως φαίνεται, τον Ιεχωβά· αλλ' οι χριστιανοί διατείνονται ότι ο Χριστός είναι υιός Εκείνου.

Παρετηρήθη, λόγου χάριν, ότι η Λαίδη ηγάπα τον σύζυγόν της. — Αληθώς, αύτη παρίσταται αφωσιωμένη όλως προς τον Μάκβεθ, χάριν εκείνου ζητούσα την δόξαν και τα μεγαλεία ουχί δι' εαυτήν. — Παρετηρήθη προσέτι ότι ο Μάκβεθ την ονομάζει &πουλάκι μου&, και ηθέλησαν οι τοιούτοι σχολιασταί διά της τρυφερότητος του θηριώδους ζεύγους τούτου να μαλάξωσι την καρδίαν ημών.