United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οποία διαφορά! χάσμα μέγα, ολόκληρος άβυσσος τον χωρίζει από της εποχής εκείνης, από της καταστάσεως της ρωστικής, της ζωογόνου, της ηρέμου, της άνευ ψυχοφθόρων ονείρων. . . . Δεν εγνώριζεν ακόμη και ήτο ευτυχής. Νεανίας άδολος, πλήρης σωματικής υγείας και ρώμης ηθικής, μόνην ευτυχίαν του είχε την εργασίαν, την εις το καθήκον προσήλωσιν. Και ήτο υπόδειγμα τιμής, δραστηριότητος, τάξεως.

Μετά δε την κένωσιν της σκηνής ο Χορός απομείνας μόνος αναπτύσσει την έννοιαν του ρητού «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» εις στίχους ηρέμου λύπης και συντριβής. Αυτή είναι περίπου η υπόθεσης τους δράματος. Ο μεταφραστής απεπειράθη να δώση το πνεύμα του πρωτοτύπου, όπου δεν ήτο δυνατόν ακριβώς ν’ αποδοθή το γράμμα.

Εδώ και εκεί, ανάμεσα εις τα δένδρα, επάνω εις τους πρασίνους αγρούς ήσαν στημέναι δοκοί, αι οποίαι υπεστήριζον τα τηλεγραφικά σύρματα, άτινα διήρχοντο την ήρεμον κοιλάδα· εις μίαν από αυτάς τας δοκούς εστηρίζετο ένα πράγμα τόσον ακίνητον, ώστε ημπορούσε κανείς να το εκλάβη κορμόν δένδρου: ήτο ο Ρούντυ· εστέκετο εκεί τόσον ήσυχα, όπως ήτο κατ' αυτήν την στιγμήν και όλον το περιβάλλον δεν κοιμάται, ακόμη περισσότερον δεν είναι νεκρός! αλλά όπως συχνά συμβαίνει να πετώσι διά των τηλεγραφικών συρμάτων ανθρώπινα περιστατικάστιγμαί του βίου μεγάλης σημασίας διά τα άτομαχωρίς το σύρμα να το δηλώση διά τρόμου ή άλλου θορύβου, ούτω διά μέσου του ηρέμου Ρούντυ έτρεμον αι κραταιαί, αι πανσθενείς του σκέψεις: η ευτυχία της ζωής του ήτο εις το εξής εις αδιαλείπτως σταθεράν σκέψιν.

Κάτω εχαράττετο βαθύ το ποτάμιον, τ' Αχειλά το ρέμμα, και όλην την βαθείαν κοιλάδα μετά ηρέμου μορμυρισμού διέτρεχε το ρεύμα, κατά το φαινόμενον ακινητούν, λιμνάζον, αλλά πράγματι αενάως κινούμενον υπό τας μακράς βαθυκόμους πλατάνους· ανάμεσα εις βρύα και θάμνους και πτέριδας, εφλοίσβιζε μυστικά, εφίλει τους κορμούς των δένδρων, έρπον οφιοειδώς κατά μήκος της κοιλάδος, πρασινωπόν από τας ανταυγείας τας χλοεράς, φιλούν και άμα δάκνον τους βράχους και τας ρίζας, νάμα μορμύρον, αθόλωτον, βρίθον από μικρά καβουράκια, τα οποία έτρεχον να κρυβώσιν εις το θόλωμα της άμμου, άμα κανέν βοσκόπουλον, αφήνον τας ολίγας αμνάδας να βόσκουν εις την δροσεράν χλόην, ήρχετο να κύψη εις το ρεύμα, και ανεσήκωνε πέτραν τινά διά να τα κυνηγήση.

Αφού εκείνος απεκοιμήθη, έλαβα την ράβδον και τον πίλον μου και εξήλθον κράξας προς αυτόν να κλείση, αν ήθελε, την θύραν εκείνος, επειδή «ελαγοκοιμάτο» πολύ ελαφρά, μου απήντησε δι' ηρέμου γογγυσμού, μέσα εις τον ύπνον του. Κατέβην ακόμη χαμηλότερα το βουνόν. Η σελήνη εμεσουράνει ήδη, κ' έφεγγεν εις όλην την κλιτύν. Εις τας ποιμενικάς επαύλεις οι πετεινοί είχον λαλήσει.

Η γλυκεία αύτη απεικόνισις της απόψεως της κατοικίας του Μάκβεθ θαυμάζεται ευλόγως, ως έντεχνος αντίθεσις των προηγηθεισών αγρίων σκηνών και της επερχομένης δολοφονίας, διαπραχθησομένης εντός αυτού τούτου του ηρέμου και γοητευτικού μεγάρου επί των τοίχων του οποίου κτίζει η χελιδών την φωλεάν της.

Εκείνη όμως με έκφρασιν ηρέμου λύπης απεκρίθη: — Και όμως ηδυνήθην να ιδώ . . . . . . . Και εκείνος είναι μύωψ, σας βλέπει όμως διά μέσου του εκ σμαράγδου μονυέλου του. Η Λίγεια ήτις εις την αρχήν του συμποσίου αμυδρώς είχε παρατηρήση τον Καίσαρα, ακολούθως δε αφωσιωμένη εις τους λόγους του Βινικίου, είχε λησμονήσει να τον παρατηρή, έστρεψε προς εκείνον περίεργα και έντρομα βλέμματα.

Αν αι εικόνες αύται δεν είνε πλέον όλαι ομοιώματα, εγράφησαν όμως πάσαι, — τούτο δύναται να βεβαιώση ο γράψαςεξ ηρέμου και απαθούς παρατηρήσεως· τούτο δε, ελπίζει, θέλουσιν αναγνωρίσει όσοι διατηρούσιν έτι εν τη μνήμη αυτών τους καιρούς και τα πράγματα, εις α αι προκείμεναι σελίδες αναφέρονται.