United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΟΓ. Ω αναλφάβητε άνερ!!! και δη ζωμόν, έφην, του κόκκου, ον υμείς οι βάρβαροι καφφέ καλείτε. ΑΝΑΤ. Καφφέ τέλεις; ΛΟΓ. Έγωγε.

Και πώς μπορεί να σε κρεμάση; — Μήπως δε σε κρεμάει εσένα ο Σουλτάνος, όταν θέλη; Ναι ή όχι; — Ναι, γιατί τον έχω βασιλιά. — Λοιπόν με κρεμάει κ' εμένα, γιατί την έχω βασίλισσα! Χαμογέλασε ο Κιουταχής. Σηκώθηκε πρώτος κ' έφυγε από το καράβι, Την άλλη 'μέρα ο Κιουταχής τούστειλε καφφέ, ζάχαρη και καπνό. Ο Καραϊσκάκης τούστειλε ένα φόρτωμα κρασί.

Κι' έτσι το γέρο μια φορά παντρεύεται η Ελενιώ· πέρνει του γέρου τον παρά, μα δεν αφίνει και το νειο. Ω βαρύ γλυκέ καφφέ μου, και σαν ήμαι με παρέα, και σαν έχω μοναξιά, κάθε μια σου ρουφιξιά είναι μια 'ψηλή ιδέα. Όταν καμμιά γερόντισσα ή γέρος με άσπρα ρόδα γάμου στεφανώνεται, 'στη νυμφική παστάδα των ο έρως με τη σκιά του Χάρου ανταμόνεται.

Αναιβοκαταίβαινε της σκάλαις, εκουβέντιαζεν, έψαλλεν, έψηνε καφφέ, εμαγείρευε· και πολλάκις και τον εθώπευε φευ! τον αγαπημένον της πατέρα, φιλούσε περιπαθώς την δεξιάν του, όστις επετιέτο αμέσως επάνω, σαν να τον ήγγιζαν αναμμένα κάρβουνα. — Δεν είναι καλό πράγμα αυτό! Τότε απεφάσισεν ο παπά-Κονόμος ναμακρύνη ολίγον από την οικίαν του οπού του επροξενούσε τόσην θλίψιν και τόσην συγκίνησιν.

Ήταν αλήθεια λίγο αψηλά τα σκαλοπάτια, μα τόσο λαχάνιασμα πάλι! . . Κι ολοένα ανεβοκατέβαινε απ’ την αυλή στην κουζίνα κι από την κουζίνα στην αυλή για να ξεπλύνη το μπρίκι τον καφφέ και τα κουταλάκια της, για να τρίψη την κατσαρόλα της, σαν απότρωγαν αυτή κι ο άντρας της, κάτω από τη βρύση που δεν έπαυε να στάζη- γιατ' ήτονε χαλασμένος ο σωλήνας.

Αλλά δεν κατώρθωνε. Διεκόπτετο από ένα συνεχή θρήνον. Ο πόνος ο αληθινός δεν κρύπτεται. Πολλαίς φοραίςτης πρώταις ημέραις, — εξεχνούσεν ο παπά-Κονόμος πως είχεν αποθάνει η κόρη του, και όταν επέστρεφεν από την εκκλησίαν εις τον οίκον του το πρωί, εφώναζεν αστόχαστα: — Κουκκίτσα, ετοίμασε τον καφφέ!