United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Νίκος, βλέπων ότι δεν ήτο δυνατόν να γείνη αλλέως, παρεδέχθη το σχέδιόν μου, διαμαρτυρόμενος όμως ότι δεν μένει περισσότερον και ότι, εάν εγώ μετανοήσω, εκείνος θ' αναχωρήση εξ άπαντος. Τούτο εγνώριζα ότι ήτο απειλή προς εκφόβισίν μου και ότι υπό ουδεμίαν περίστασιν δεν θα με απεχωρίζετο, αλλά τον εβεβαίωσα, ουχ ήττον, ότι δεν θα μετανοήσω και ότι μεθαύριον θ' αναχωρήσωμεν αφεύκτως.

Την τετάρτην ημέραν είς των ιπποτών ήλθε και μοι έφερε την μικράν κόρην, πάσχουσαν δεινώς, όπως την περιθάλψω. Ότε την είδον, δεν ηδυνήθην να κρατηθώ και είπον απροσέκτως·Και πού είνε ο άνθρωπος, όστις την είχε μαζή του; Τον συνελάβετε και αυτόν; Ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην είς των ιπποτών ηναγκάσθη να ρίψη επ' εμέ άγριον βλέμμα. Μ' έκαμε δε να μετανοήσω και εδάγκασα σφοδρώς τα χείλη μου.

Ωραιοτάτη κυρά, της απεκρίθη ο νέος δεν το πιστεύω να την ατιμάσω, οπόταν σου παρασταίνω τους λογισμούς μου, που το χρέος μου και η θεωρία σου εγέννησαν εις την καρδίαν μου· και το παίρνεις διά μίαν αυθάδειαν τόσον μεγάλην· το πως σου είπα, ότι η θεωρία σου με έκαμε να σε ορεχθώ; Σιώπα ω κακότροπε, τον αντίκοψεν η Ρεσπίνα· μη στοχασθής ποτέ να ημπορέσης να καταπείσης την γνώμην μου δια να σε υπακούσω· πήγαινε, φεύγα απ' έμπροσθέν μου, και μη με υποχρεώνεις να μετανοήσω διά το καλόν, που έκαμα.

Είντα να σου λέω εγώ σαν έχης μάτια και δε βλέπεις; Εγώ δε θα το μετανοήσω. Σου μίλησα για το καλό σου· δεν ακούς; εσύ θα κτυπάς την κεφαλή σου. Να τήνε πάρης, παιδί μου, και να τήνε χαίρεσαι τη μουστακάτη. Η χήρα τον αφήκεν εις μεγάλην βαρυθυμίαν, ψυχικώς άρρωστον. Από τίνος ενήργουν επ' αυτού οι λόγοι της ως δηλητήριον.

Να πατήσω μια στο κατάστρωμα, έλεγα, και δουλειά όση θέλεις. Και αληθινά ερρίχθηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιγνίδι τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, πρώτος ανέβαινα. Ίσως ο θείος μου ήθελε να παιδευτώ από την αρχή, να μάθω τους άμετρους κόπους του ναύτη και να μετανοήσω.

Η αμηχανία των δύο ευπίστων γυναικών, η αδεξιότης αυτών προς εύρεσιν προχείρου τινός αφορμής προς δικαιολογίαν των, μ' έκαμε να μετανοήσω διά την αδιακρισίαν μου. Διά τούτο προσποιηθείς τελείαν άγνοιαν των γεγονότων: — Βελόναις αγοράζετε, μητέρα; ηρώτησα μετ' αδιαφορίας. — Ναι, παιδί μου! είπεν η μήτηρ μου μετά τινος δισταγμού, πες πως αγοράζουμε βελόναις, για να μβαλλώσουμε τα ψέμματα.

Να μετανοήσω, άρχοντα Ογκρίν; Και για ποιο έγκλημα; Σεις μπορείτε και κρίνετε: ξέρετε τι ποτό ήπιαμε στη θάλασσα; Ναι, το καλό ποτό μας έχει μεθύσει, και θα προτιμούσα να ζητανιεύω όλη μου τη ζωή στους πέντε δρόμους και να ζω με χόρτα και με ρίζες μαζύ με την Ιζόλδη παρά νάμαι, δίχως αυτή, Βασιληάς της πειο μεγάλης χώρας.