United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Μάγοι, Περσών βασιλείς . . . » αντήχει εναρμονίως το δοξαστικόν. Αρξαμένου του όρθρου, ο ερημίτης εθεώρησε καλόν να καλέση τον ξένον εις την ιεράν ακολουθίαν. — Θα πήρε κανένα ύπνον! Εσκέφθη ο ασκητής. Κ' ελθών σιγά-σιγά, εθαμβήθη ιδών τον ξένον όρθιον, σκεπτικόν, θεωρούντα ανήσυχον το πέλαγος. — Να πάμε εις την εκκλησίαν, τέκνον μου!

Προσέθεσε: «Θα πήτε ακόμη ότι στέλνω και στους δύο χαιρετισμούς και αγάπη». Κατά το βραδάκι, ο Τριστάνος πέρασε τον άσπρο Κάμπο, ηύρε την επιστολή και σφραγισμένη την επήγε στον ερημίτη Ογκρίν. Ο ερημίτης διάβασε τα γράμματα: Ο Βασιληάς Μάρκος συγκατετίθετο, σύμφωνα με τη συμβουλή όλων των βαρώνων του, να ξαναπάρη την Ιζόλδη, μα όχι να κρατήση κοντά του τον Τριστάνο ως πολεμιστή του.

Από πολλού χρόνου δεν έχομεν ιδεί αλλήλους, είπεν ο Γεώργιος Γεμιστός. — Τω όντι, είπεν ο Σχολάριος. Δεν ήλθες εις την βασιλεύουσαν Πόλιν. — Εγώ; Τι να πράξω εκεί; Είμαι ερημίτης, είπε ο Πλήθων. — Όλοι ερημίται είμεθα, είπεν ο Σχολάριος. — Εγώ δεν αναμιγνύομαι πλέον εις τα κοινά. — Καλώς πράττεις. — Ασχολούμαι εις μελέτην και συγγραφήν μόνον, είπεν ο Πλήθων.

Ο μαΐστρος είχεν επαναρχίσει. Βροχή χιονώδης εσχηματίσθη περί την Ζαγοράν, ήτις προβαίνουσα ως πυκνός μελανόφαιος καπνός κατεκάλυψε την Σκίαθον εν τω χιονοστροβίλω. Αι νιφάδες έφθανον ψυχραί, παγωμέναι, εις το στυγνόν πρόσωπον του δεκατιστού, τον οποίον εις μάτην εκάλει ο ερημίτης να μη ανησυχή.

Ενώ δε ήτο βυθισμένος εις τους βαθείς διαλογισμούς του, το πυρ το εν αυτώ ήναψεν, και ωμίλησεν επί τέλους με την γλώσσαν του. Από παιδικής σχεδόν ηλικίας υπήρξεν εκουσίως ερημίτης. Εν τη απομονώσει του είχε κατανοήσει τα άρρητα μυστήρια της φύσεως. Εκεί ο αόρατος κόσμος κατέστη δι' αυτόν πραγματικότης.

Δοξασμένος νάσαι που μ' άφηκες να ζήσω αρκετά ώστε να μπορέσω να βοηθήσω τούτους εδώΤους συμβούλεψε γνωστικά, έπειτα πήρε μελάνι και χαρτί κ' έγραψε μια επιστολή όπου ο Τριστάνος επρότεινε συμβιβασμό στο Βασιληά. Όταν έγραψε όλα όσα είπε ο Τριστάνος την εσφράγισε από κάτω με το δαχτυλίδι του. — Ποιος θα πάη αυτή την επιστολή; ρώτησε ο ερημίτης. — Θα την πάω μοναχός μου.

Ερημίτης μοναχός, ασκητεύων υπό βράχον τινά, όχι μακράν του Πληθωνείου άντρου, εδέχετο ταπεινοφρόνως τα ελέη των ευλαβών χριστιανών. Νύκτα τινά ωνειρεύθη ότι έμελλε να καή απ' άκρου εις άκρον η άλλως άκαρπος και πετρώδης χώρα, αν δεν κατεστρέφετο εκ βάθρων η φωλεά εκείνη της λατρείας των δαιμόνων.

Εξημέρωσε τέλος η κυριακή, η ημέρα της δημοπρασίας, λευκή, χιονισμένη. Του ουρανού αιθριάσαντος, αι Σποράδες εφαίνοντο ως τεράστια κήτη αναδύσαντα εκ του βυθού, με παλλεύκους χλαίνας. — Ας τα πάρουν κι' άλλοι, γέροντά μου, να ιδούν την γλύκα! Επανελάμβανε τότε ο κυρ-Δημάκης, απολέσας πλέον πάσαν ελπίδα μεταβάσεως εις Σκόπελον, και αυτοπαρηγορούμενος. — Ναι! Ναι! Επεδοκίμαζεν ο ερημίτης.

Παρετήρησεν ο ερημίτης· και προσεκάλεσε τον ξένον εις το κελλίον, όπως θερμανθή και φορέση υποδήματα, διότι έβλεπεν αυτόν τρέμοντα από του ψύχους. — Θ' αρθή αύριο καμμιά βάρκα, γέροντα; Ηρώτησεν ο κυρ-Δημάκης εισερχόμενος εις τι μικρόν κελλίον. — Θ' αρθή τέκνον μου, θ' αρθή. Έχε υπομονήν. Ησύχασε τώρα, και κατόπιν έλα εις την εκκλησίαν. Είπεν ο ερημίτης και απήλθε. — Λοιπόν θ' αρθή αύριο βάρκα!

Η στέρησις όμως μερικών, καθώς είναι η ευγένεια, η ευτεκνία, το κάλλος, κηλιδώνει το αξιομακάριστον. Διότι λόγου χάριν δεν είναι τόσον πολύ κατάλληλος διά την ευτυχίαν όστις είναι ως προς την μορφήν εντελώς άσχημος, ή αγενής, ή ερημίτης και άτεκνος. Ίσως μάλιστα πολύ ολιγώτερον, εάν έχη κανείς αθλιέστατα παιδιά, ή φίλους, ή ήσαν αγαθοί και του απέθαναν.