United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παραλαμβάνομεν τέλος, από την πρώτην αυτήν επιστολήν του «Αγρινιώτου» ένα χαριτωμένον επίγραμμα: «Ο ωφελιμώτερος τρόπος να μεταχειρίζωνται μερικοί άνθρωποι το μελάνι των θα ήτο αν εμαύριζον με αυτό τα υποδήματά των». Εις την δευτέραν επιστολήν ο Αγρινιώτης «Σουρλής» ομιλεί περί «Ηθικής»: η μεγαλυτέρα ανηθικότης, λέγει ο επιστολογράφος, είναι ν’ αποκοιμίζη κανείς τον αναγνώστην του.

Και κόσμος μυστικός, κρυφός στα έθιμά του, στη γλώσσα, τους συλλογισμούς, οστρακοφόρος και λεπιδοντυμένος και αγκαθόφραχτος εγύριζεν απάνωκάτω μέγας και αρειμάνιος σαν Γολιάθ ο ένας και άλλος ταπεινός, φοβιτσάρης, πάντα θύμα ο ένας τ' αλλουνού, τροφή του και συντήρησις. Κάπου εδώ άνοιγε σαν αντένες τα πόδια του κ’ έτρεχε να συλλάβη τη σουπιά ο αστακός πνιγμένος μέσα στο μελάνι της.

Δοξασμένος νάσαι που μ' άφηκες να ζήσω αρκετά ώστε να μπορέσω να βοηθήσω τούτους εδώΤους συμβούλεψε γνωστικά, έπειτα πήρε μελάνι και χαρτί κ' έγραψε μια επιστολή όπου ο Τριστάνος επρότεινε συμβιβασμό στο Βασιληά. Όταν έγραψε όλα όσα είπε ο Τριστάνος την εσφράγισε από κάτω με το δαχτυλίδι του. — Ποιος θα πάη αυτή την επιστολή; ρώτησε ο ερημίτης. — Θα την πάω μοναχός μου.

Αυτή η βασιλοπούλα είχε το πρόσωπόν της πρασινόμαυρον, τα μάτια βαθουλωτά και μικρότατα, την μύτην πλακωτήν και πλατειάν, το στόμα μέγα, τα χείλη χονδρά και κρεμασμένα, και τα δόντια κίτρινα ωσάν το κεχριμπάρι, τα μαλιά της ήταν κοντά, κατσαρά και μαύρα ωσάν το μελάνι, εις το κεφάλι της είχε μίαν σκούφιαν από πανί κίτρινον, κεντημένην με κόκκινον γνέμα, και εις την κορυφήν είχεν ένα σεργούτσι από πτερά διαφόρων χρωμάτων· το φόρεμά της ήτον ένα τομάρι από τίγριν, και την εσκέπαζεν από τις πλάτες έως τους πόδας.

Ο περιορισμένος τόπος του καραβιού, ο τόσο στενόχωρος και μαζεμένος, διαρκώς μεγάλωνεν, ενώ οι λεπτομέρειες του φθάνανε στο άπειρο., Και όμως τίποτα δεν τον χωρούσε το Ρένα. Μέσα στο καράβι, στον εαυτό του, στη γύρω ακόμη φύση όλα είχανε αλλάξει. Γύρευε πέννα με χρώματα, χρωστήρα με μελάνι, χαρτί από μουσαμά ζωγραφικής.

Όσοι όμως ξόδιασαν και τόσο μελάνι να τα περιγράψουν, αυτοί τα μετρήσανε με μέτρο, που αν τα βάζανε για μερικούς δικούς τους, μήτε για τα μισά τους δεν έσωνε.

Να μη φέγγη και ποτές! Οι κακούργοι! Με γέλασαν κι όλο με γελούν. Κόκκινο μελάνι, κόκκινο ζήτησα να μου φέρουν, κι αφτό είναι μάβρο σαν το αίμα. Τι να σπάσω, να ξεθυμάνω; Τρίζουν τα δόντια μου, φωνάζω, και δεν έρχεται κανείς και κανείς δε μιλεί. Λέξη δεν ακούω. ................................................................. Αγριέβουμαι. Δε σφαλνώ μάτι. Κι ο τοίχος πάντα μπροστά.