United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτοι δε ελπίσαντες ότι ήθελον γίνει δυνατώτεροι, εάν επεκράτουν οι Μήδοι, προσεκάλεσαν αυτούς κυριαρχούντες του λαού διά της βίας· και ότε ολόκληρος η πόλις έπραξε τούτο, δεν ήτο κυρία εαυτής και δεν έπρεπε να ονειδίζεται δι' εκείνα, τα οποία έπραξεν ευρισκομένη εις έκνομον κατάστασιν.

Εννοείται ότι όλον το ευφρόσυνον τούτο από του ηλίου απαύγασμα καθ' όλην την ημέραν απολαμβάνει η βραχώδης αύτη της νήσου χερσόνησος, ην άνω περιεγράψαμεν, εν τω πόντω σχεδόν άπασα ευρισκομένη και μη αποκρυπτομένη ούτε από της αυλής ούτε από της δύσεως. Αλλ' η ωραία θαλασσινή κώμη είναι σιωπηλή νυν. Οι πυκνοί οικίσκοι καταρρέουσιν εν τη ερημία.

Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης. Και λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκομένη δεν μεταβαίνει εις το όμοιον με αυτήν, το αόρατον, το θείον εν ταυτώ και αθάνατον και σοφόν, όπου, αφ' ού φθάση, ανήκει εις αυτήν να είναι ευτυχής, ελευθέρα από πλάνην και άγνοιαν και φόβους και αγρίας επιθυμίας και από τα άλλα ανθρώπινα κακά, καθώς δε λέγουν διά τους λαμβάνοντας μέρος εις τα μυστήρια, περνώσα αληθινά τον επίλοιπον καιρόν μαζί με θεούς.

Η φύσις του Αμλέτου είναι ακεραία, είναι ολομερής, και αυτή ακριβώς η εντέλεια του οργανισμού του ευρισκομένη εις απότομον αντίθεσιν προς τον πραγματικόν κόσμον, όπου καλείται να αναπτυχθή, αποτελεί την ατυχίαν του.

Η κρήνη εκείνη πλησίον της πόλεως ευρισκομένη εχρησίμευεν εις πλείστας αξίας λόγου εργασίας, και από των αρχαίων χρόνων παρέμεινε μέχρι σήμερον η συνήθεια να μεταχειρίζωνται το ύδωρ αυτής εις τας τελετάς του γάμου και άλλας ιεροπραξίας. Διά την παλαιάν δε ταύτην κατοίκησιν η Ακρόπολις καλείται και μέχρι τούδε ακόμη υπό των Αθηναίων πόλις.

Αν εγώ έμεινα εκστατικός διά την αιφνίδιον φανέρωσιν της Ρετζίας ημπορείτε να στοχασθήτε ότι αυτή δεν έμεινεν ολιγώτερον, ευρισκομένη εις μίαν στιγμήν εις ένα τόπον αγνώριστον.

Εν τοιαύτη θλιβερά καταπτώσει ευρισκομένη η γραία, ηγέρθη εσχάτως μίαν πρωίαν σφόδρα κατηφής, αφυπνισθείσα υπό κακού ονείρου. — Τι έχεις, Μα; ηρώτησαν μετά περιπαθείας αι δύο κυανοπλόκαμοι αδελφαί. — Τίποτε παιδιά μ'! απήντησε. Και κάτω νεύουσα την κεφαλήν υπό την μαύρην σκιάν της μανδήλας της εψιθύρισεν ως προς εαυτήν: — Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη ανακατωθήτα βακούφκα!

Ο πατέρας τής είπε πολλές φορές διά να κλίνη να υπανδρευθή μα αυτή καθόλου δεν ήθελε να τον ακούση, προφασιζομένη, ότι επιθυμούσε να ακολουθήση την αυτήν ζωήν που άρχισε ανύπανδρη. Αλλά τέλος πάντων, αφού και απέθανεν ο πατέρας της, ευρισκομένη μονάχη χωρίς τινά, απεφάσισε και επήρεν άνδρα ένα νέον πραγματευτήν ονόματι Ταμίμ πολλά καλής διαθέσεως.

Να σάςε ζήση η νεοφώτιστη, είπε προκύψασα από το πανωπόρτι μία γραία γειτόνισσα, ήτις ευρισκομένη εις την εκκλησίαν ήκουσε και αυτή ότι το παιδί τωνόμασαν Αχλαδία. Πράγματι δε κάτι τοιούτον είχε συμβή. Επειδή ο Μανώλης εδυσκολεύετο να συγκρατήση εις την μνήμην του το ασυνήθιστον όνομα, η αδελφή του, μετά πολλά μάταια πειράματα, του είπε νάχη στο νου του την «αχλαδιά», διά να το θυμηθή.

Μίαν ημέραν η Ρεσπίνα ευρισκομένη με την Χαλάκ άρχισε να διαλογίζεται ες τα περασμένα της συμβεβηκότα, και να στοχάζεται την απάτην, εις την οποίαν ευρίσκεται ο αγαπημένος της άνδρας Ταμίμ, νομίζοντάς την αποθαμμένην, με όνομα μοιχαλίδος, καθώς του έδωσαν να καταλάβη· ομοίως και εις τα άλλα, που της είχαν συμβή· όθεν απεφάσισε να φανερώση όλα της τα έσωθεν εις την Χαλάκ, διά να λάβη από αυτήν κάποιαν παραμυθίαν εις αυτούς τους πόνους της.