Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
— Κυρία Ζοαγέλ, θα σας είμαι υπόχρεως να κάθησθε ολίγον ευπρεπέστερα, διέκοψεν ο κ. Μαγιάρ θυμωμένος. Ένα από τα δύο· ή θα κρατήσετε μίαν στάσιν, όπως αρμόζει, ή θα φύγετε αυθωρεί από την τράπεζαν. Εκλέξατε! Έκυψε την κεφαλήν, χωρίς ν' απαντήση. Αλλά νεωτέρα κυρία επανέλαβε το θέμα της συνομιλίας. Ήτο η ωραία νεάνις, την οποίαν συνηντήσαμεν εις την αρχήν των διηγήσεών μας.
Μεγάλας δυστυχίας υπέστης, αλλ' ήσο ανήλικος, και δεν ηδύνασο να τας αισθανθής. Του λοιπού όμως τις οίδεν; ίσως σοι επιφυλάττονται μεγαλείτεραι. Πρέπει να οπλισθής με καρτερίαν, Αϊμά. Η νέα δεν ηδυνήθη να κρατηθή και ήρχισε να κλαίη. Έκυψε την κεφαλήν και απέμασσε τα δάκρυα εκ των παρειών της. — Μη κλαίης, μη κλαίης, είπεν η ξένη. Δεν είσαι συ μόνη δυστυχής. Υπάρχουν και άλλοι δυστυχέστεροι.
Τότε σπεύσασα ήνοιξε το προς την θάλασσαν παράθυρον και έκυψε πολύ προς τα έξω, ακκουμβώσα επί του τοίχου και διά των χειρών απομακρύνουσα τας ξανθάς πλεξίδας της πλουσίας κόμης της, ήτις λυτή και ατημέλητος απέφραττε τους οφθαλμούς της υπό την μαύρην μανδήλαν της.
Και αυτό το πηγάδι, το οποίον με τα μεγάλα και υψηλά χείλη του ωμοίαζε προς χάσκοντα διψαλέον γίγαντα, δεν απέδωσέ τι όταν έκυψε να το ερωτήση, ειμή τας ιδίας της λέξεις και τόσον διατόρους και παραμορφωμένας, ώστε ωπισθοδρόμησε με φρίκην νομίσασα ότι προήρχοντο από το φοβερό Στοιχειό.
Εάν ο Βινίκιος δεν επρότεινε να παραλάβη ειμή μόνον αυτήν, εκείνη πιθανώς θα ανθίστατο εις τον πειρασμόν, μη θέλουσα ποσώς να καταλίπη τον Απόστολον και τον Λίνον. Αλλ' ο Βινίκιος είπεν: «Έλθετε μαζί μου, τα κτήματά μου είναι κτήματά σας, αι οικίαι μου, οικίαι σας!» Και η Λίγεια έκυψε διά να ασπασθή την χείρα του και εψιθύρισεν: — Η εστία σου θα είναι εστία μου.
Ο Ιωάννης προέδραμε ταχύτερον του Πέτρου, και πρώτος φθάσας, έκυψε, και εθεώρησε μετά σιωπηλού θαυμασμού τον ανοικτόν τάφον. Ο τάφος ήτο κενός, και τα οθόνια του Νεκρού έκειντο μόνα, χωριστά η σινδών, και χωριστά το σουδάριον το επί της κεφαλής.
Με τας χείρας της τον έλαβεν από τους κροτάφους, προσεπάθησε να τον ανασηκώση, αλλ' εις την προσπάθειαν ταύτην έκυψε προς αυτόν, ώστε τα χείλη της έψαυσαν την κόμην του Βινικίου. Προς στιγμήν επάλαισαν καθ' εαυτών και κατά του έρωτος, όστις τους ώθει τον ένα προς τον άλλον. Τέλος η Λίγεια εσηκώθη και έφυγεν.
Τέλος, ο Λίνος έκυψε προ αυτού την ταλαιπωρημένην κεφαλήν του: — Κύριε! είπεν, ο Σωτήρ σου είπε: «Ποίμανε τα πρόβατά μου.» Αλλά τα πρόβατα δεν υπάρχουν πλέον, ή θα εξοντωθούν αύριον. Επίστρεψον εκεί όπου δύνασαι να τα επανεύρης. Ο θείος λόγος ζη ακόμη εις την Έφεσον και εις την Ιερουσαλήμ και εις την Αντιόχειαν και εις τας άλλας πόλεις.
Τω όντι η Αμέρσα, ενώ το αίμα έρρεεν ήδη εκ της πληγής της, βλέπουσα ότι εξάπαντος θα παρεβιάζετο η θύρα, εκ παλαιάς λεπτής σανίδος, μ' εσκωριασμένους σύρτας και μάνδαλα, σχεδόν λιποθυμούσα ήδη, έκυψε και ανέλαβε την μάχαιραν. Είτα εσύρθη μέχρι της γωνίας όπου ήτο μικρά τέμπλα, ήτοι σωρός εκ διπλωμένων σινδόνων, προσκέφαλων και στρωμνών.
Από τους βραχίονάς της, τους πόδας, τα ενδύματά της ανέθρωσκον σπινθήρες αόρατοι οι οποίοι επυρπόλουν τους άνδρας. Μία άρπα αντήχει. Το πλήθος την ανευφήμει. Χωρίς να κάμψει τα γόνατά της χωρίζουσα τας κνήμας της, έκυψε με τόσην τέχνην ώστε η σιαγών της έψευσε το δάπεδον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν