United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' είς των στρατιωτών, διά να βεβαιωθή περί του θανάτου, διά της λόγχης εκέντησε την πλευρά του Νεκρού, και «ευθέωςλέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «εξήλθεν αίμα και ύδωρ.» Ο Ηγαπημένος μαθητής προσθέτει, «Και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, και αληθινή εστιν η μαρτυρία αυτού». Και ως επείσθησαν τότε οι στρατιώται, ούτω πρέπει να πεισθώσι πάντες, ότι, Εκείνος όστις τη τρίτη ημέρα έμελλε ν' αναστή εκ νεκρών, πράγματι εσταυρώθη, απέθανε και ετάφη, και η ψυχή του μετέβη εις τον κόσμον τον αόρατον.

Εχάραξεν είτα τας ρομβοειδείς ψάρας, εκέντησε μικρά τριγωνίδια γύρω-γύρω εις τον μέγαν κύκλον του σινίου, αποκόψασα διά μαχαιριδίου τα κρεμάμενα έξω αυτού φύλλα, και έφερεν εις την μητέρα της, ήτις τον εφούρνισεν ευχηθείσα: — Καλορρίζικος!

Μέχρι τούδε δεν την έφθασεν· αλλά μεταδίδεται αδιακόπως εις νέας συνοικίας με δύναμιν ακαταμάχητον. Ο Βινίκιος εκέντησε δυνατώτερα τον ίππον του. Τα λευκά τείχη της Αρικίας έλαμπον όπισθέν του υπό τας ακτίνας της σελήνης. Η μετά την Αρικίαν οδός ανήρχετο ανηφορικώς και αποτόμως.

Αλλ' όμως η συνδιάλεξις αύτη μοι εφάνη αλλόκοτος και εκέντησε την περιέργειάν μου. Καθημένη επί τινος ξυλίνου σκίμποδος, με τας χείρας κατεσκεύαζον το ξαντόν, με τα ώτα δε ηκροώμην, και με τους οφθαλμούς έβλεπον εις την θύραν, δι' ης έμελλε να εισέλθη ο κατάσκοπος. Τέλος εισήλθεν ούτος.

Εκείνοι εσεμνύνοντο επί τη γνησιότητι της αρχαίας καταγωγής των, και επί τω προνομίω της αποκλειστικής μονοθεΐας των· πλην Αυτός τους είπεν ότι τη αληθεία ήσαν, διά της πνευματικής συγγενείας της σκληρότητος και του ψεύδους, τέκνα εκείνου όστις ήτο ψεύστης και ανθρωποκτόνος απ' αρχής, τέκνα του διαβόλου. Η επιτίμησις αύτη τους εκέντησε μέχρι μανίας.

Ο καφετζής του είπε «καλώς τον» κ' εξακολούθησε το κάπνισμα. Πέρασε λίγη ώρα σε βαθειά σιωπή, όταν έξαφνα ακούστηκαν φωνές και γέλοια στο δρόμο. Ο ναύτης εσήκωσε ζωηρά το κεφάλι, σαν να τον εκέντησε κάτι ευχάριστο, σαν να του εγαργάλισε την ακοή μία γνωστή, χαρμόσυνη φωνούλα.

Είμαι τόσον λεπτή, ώστε μήτε η μητέρα μου δεν ημπορεί να με διακρίνη! Μίαν ημέραν δύο παιδιά του δρόμου ήλθαν και εσκάλιζαν εις το αυλάκι, όπου εύρισκαν πότε καρφία, πότε κανέν χάλκινον νόμισμα. — Ωχ! εφώναξε το έν παιδί, διότι η σακκορράφα του εκέντησε το δάκτυλον. Να μία σπασμένη βελόνη. — Με συμπάθειον, είπεν η σακκορράφα. Είμαι καρφίτσα! Αλλά δεν την ήκουσαν τα παιδιά.

Ένας από τους πίνακας παρίστανε κάτι πολύ παράδοξον, το οποίον εκέντησε την περιέργειάν μου. Ήτο εικών παριστώσα τον Χρόνον, υπό την συνήθως διδομένην εις αυτόν μορφήν. Αντί όμως δρεπάνου εκρατούσε κάτι άλλο, το οποίον, αφηρημένος κατ' αρχάς, εξέλαβον αντί τεραστίου εκκρεμούς, ομοίου προς εκείνο των παλαιών ωρολογίων.

Ο άπρεπος λόγοςτο πλάγιο χτύπηματο βαμένο χαμόγελοτο μίσος που έτρεμε πριν χτυπήση — η δειλία που δεν τόλμησε να κυττάξη πίσω για να ιδή αν εκέντησεαυτές ήταν η πληγές μου. Πέθανα χωρίς να με χτυπήση ένα σπαθί. Τέλειωσα λίγο λίγο, από κεντρί. Κ' όμως με χτυπούσε το γένος των ανθρώπωναυτό που δημιούργησε τον πόλεμο και την ιστορία!