United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χιλιόχρονο ο θεός να τον φυλάη τους προδότες βαριά να τιμωρή !» «Χιλιόχρονος ο ρήγας μας», βογκάει σα θάλασσα ο λαός με μια φωνή. Και η βοή στο γαλάζιο φεύγει αέρα και σμίγει με τις μύριες ευωδιές που ευφραίνουν βασιλιά κι αρχόντους πέρα σε ολόχλωρα νησιά και ακρογιαλιές.

Μεςτο σκοτάδι το βαθύ χιλιόχρονο ρουπάκι Φοβέριζε τον ουρανό με ταγριομάνητό του. Στοιχειό της γης περήφανο, βουλήθηκε να φτάση Τα σύγνεφα με τα κλαριά, τον άδη με τη ρίζα, Και δεν ανανοήθηκε που ο χαλαστής ο χρόνος Τούχε φωλιάσητην καρδιά και τώσκαφτε λαγούμι Δουλεύοντας σιγά σιγά με τα σκυλόδοντά του. Εις το βαρύν τον ίσκιο του, περίχαρο λουλούδι Ποτέ δεν εξεφύτρωσε.

Όλ' αυτά τα ηπειρωτικά πλήθια συνειθίζουν μια φορά κάθε χρόνο κατά τον Τρυγητή να ξυπνάν με τον ποδοβολητό και με τες φωνές τους από τον χιλιόχρονο ύπνο τους τους παλιούς αντίλαλους των σκόρπιων και θλιβερών χαλασμάτων της ερημωμένης Καστρίτσας. Τα παιδιά τα μικρά κ' η κοπέλλες έτρεχαν εδώ κ' εκεί, σαν πεταλούδες, κ' εμάζευαν χεριές χεριές τα χινοπωριάτικα τ' αγριολούλουδα.

«Χιλιόχρονο ρουπάκι» σ. 138 Ρουπάκι είδος δρυός. Quercus robur. Εκ των ωραιοτέρων και ρωμαλαιοτέρων της μεγάλης ταύτης οικογενείας διακλαδώσεων. Η κυρίως δρυς καλείται δένδρον , ίσως ως το κατ' εξοχήν φυτόν καθώς και άλογον ο ίππος. Η δε μακροβιότης του ρουπακιού κατήντησε παροιμιώδης. «Φοβέριζε τον ουρανό με ταγριομανητό του » σ. 138

Βγήκα στερνός από τη χαμηλή σιδερόπορτα του ξώτοιχου, σέρνοντας από το καπίστρι το μουλάρι μου κι ακολουθάμενος από ψηλόν ήμερο σκύλλαρο με οκνά μάτια και μαλλιά μακρύτατα παρδαλά. Όξω από το περιχύλι, που κατηφορνούσε χορταριασμένο το σιάδι κατά τη λαγκαδιά, ξάνοιξα μες το θαμπό φως της αυγούλας την καμπάνα του μοναστηριού, κρεμασμένην απάνου σ' ένα χιλιόχρονο πουρνάρι.

Όλ' αυτά τα ηπειρωτικά πλήθια συνειθίζουν μια φορά κάθε χρόνο κατά τον Τρυγητή να ξυπνάν με τον ποδοβολητό και με τες φωνές τους από τον χιλιόχρονο ύπνο τους τους παλιούς αντίλαλους των σκόρπιων και θλιβερών χαλασμάτων της ερημωμένης Καστρίτσας. Τα παιδιά τα μικρά κ' η κοπέλλες έτρεχαν εδώ κ' εκεί, σαν πεταλούδες, κ' εμάζευαν χεριές χεριές τα χινοπωριάτικα τ' αγριολούλουδα.