United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια που βρέθηκα στα λουτρά για την ισχιαλγία μου δεν μπόρεσα να ξεφύγω αυτή την αγγαρία. Εκείνο που μ' ενδιαφέρει είναι η ιστορία σου. Λέγε μου. Λέλα. Έλα, χρυσό μου. Ξέρεις πόσο σ' αγαπώ. Σου τα είπα όλα. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ. Δεν μούπες τίποτε. Μούπες μονάχα πως ο Τάσσος ταράχθηκε πολύ άμα σε είδε εδώ. Τον αγαπάς πάντα; ΛΕΛΑΑυτό είναι που δεν ξέρω κ' εγώ.

Δε μούπες να μην πολεμάω με τους θεούς τους άλλους έτσι ανοιχτά, μον του Διός η κόρη, Αφροδίτη, 820 αν έρθει, να τρυπήσω αφτή με το βαρύ κοντάρι; Για αφτό ποδίζω τώρα εγώ, και τους λοιπούς Αργίτες τους πρόσταξα όλοι τους εδώ να μαζωχτούν σιμά μου, τι ξάνοιξα μες στους οχτρούς τον Άρη π' αρχηγέβει

Καλώς σ' ηύρα, γυιόκα μ'. Τα είπα της Λ.... — Τι της είπες; — Τα όσα μούπες. — Δεν σου είπα να της πης τίποτε. — Κ' εγώ δεν της είπα τίποτε παραπάνω. Το πως αρωτούσες γι'αυτήν, και τον πειστικόν της, και πως τον καρτερεί δέκα χρόνια, πότε ν' άρθη. — Και τι άλλο θα της πης, γρηά Γηρακώ; — Το πως ο Αγάλλος είνε καλός απ' τους καλούς, πρώτο σόι.

Εμείς θα είμαστε στάχτη τότε. ΜΙΣΤΡΑΣΑς ταφίσωμε όμως αυτά. Περασμένα-ξεχασμένα! Δε μούπες ακόμα το λόγο που σ' έκανε ναναβάλης το ταξίδι σου. Είμαι πολύ περίεργος. ΦΛΕΡΗΣΈκαμες μόνος σου την προεισαγωγή χωρίς να το καταλάβης. ΜΙΣΤΡΑΣΤι θέλεις να πης; ΦΛΕΡΗΣΜου μίλησες για κείνο το κομμάτι του Ρώσσου μουσικού.

Σε λίγο βαρέθηκε, σιγόκλεισε τα βλέφαρά της κι' αποκοιμήθηκε. Ο Καπετάν Γιάννης μιλούσε, με τα μάτια χαμηλωμένα στο χώμα. — Καλός άνθρωπος! Κακό ανθρώπου δεν έκανες! Θυμάσαι τι μούπες; — Και το ξαναλέω. Η αλήθεια του Θεού... — Ε! λοιπόν, συμπέθερε. Μεγάλο λόγο θα πω, μα δε βαστάω πια. Ανάθεμα την καλωσύνη! Τα μάτια του φουρτούνιασαν.

Έτσι είπε, κι' όλοι κόμπιασαν και σα βουβοί σωπούσαν. Ώρα πολλή είταν ήσυχοι με σπλάχνα μαραμένα, 30 μα με καιρό τους μίλησε ο θαρρετός Διομήδης «Τ' Ατρέα γιε, παραλαλείς, και θ' αντικρούσω εσένα πρώταμε λόγο, έτσι σωστάκι' αφέντη, μη θυμώσεις. Το θάρρος πρώτα μούβρισες σ' όλους μπροστά, και μούπες είμαι κιοτής κι' απόλεμος· μα αν είμαι, εδώ οι Αργίτες 35 το ξέρουν όλοι, γέροι νιοι.

Ανυπομονούσα να πάρω στο χέρι μου το τουφέκι κέκανα όνειρα για τα κυνήγια που θάκανα. Μετά τρεις μέρες ανεβήκαμε στον Αμαλό. Ο Βασίλης ήτο μεγαλείτερός μου κάμποσα χρόνια, νέος πλέον τέλειος. Όταν την αυγή ήρθε και με πήρε, είδα ότι είχε μόνο ένα τουφέκι κεφοβήθηκα πως με γελούσαν. — Και το δικό μου τουφέκι πούνε; Δε μούπες πως θα μου δώσης ένα τουφέκι να τώχω μοναχικό;

Είπε κι' αφτός και κάθησε. Και τότε ο Αγαμέμνος τ' Ατρέα ο γιος σηκώθηκε, ο δυνατός αφέντης, αφρίζοντας, κι' απ' το θυμό τα μάβρα σωθικά του φουσκώναν, κι' έχυνε φωτιές το μάτι του και σπίθες. Του Κάρχα πρώτα τούρηξε μια άγρια ματιά και τούπε 105 «Κακομηνήτη, πρόσχαρο ποτές δε μούπες λόγο! Πάντα αγαπάει δυσάρεστα να προφητέβει ο νους σου, κι' ένα καλό μήτ' έκανες, μήτ' είπες στη ζωή σου.

Την άλλη φορά, σύντεκνε παπά, την ευχή σου νάχω, μ' εμάλωσες· μούπες πως δεν έκαμα καλά που έπιασα το παιδί και το βάφτισα μονάχη μου, στον αέρα, κ' είπα «στ' όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος», μα πως έπρεπε να το βαφτίσω σε μια λεκάνη με νερό . . . και μούπες πως το παιδί, σαν απέθανε, δεν έπρεπε να ταφήάγια χώματα, και δεν μπορούσες, η αγιωσύνη σου, νάρθης να το διαβάσης.

«Ύστερα μώλεγε κρυφά να σου ζητώ τη χάρη Να μ' αξιώσης μια φορά ένα σπαθί να ζώσω Και να μην έρθη ο θάνατος να μ' εύρη, να με πάρη Πριν πολεμήσω ελεύθερος, για σε πριν το ματώσω. Πατέρα παντοδύναμε! Άκουσες την ευχή μου Μου φύτεψες μες την καρδιά, αγάπη, πίστη, ελπίδα, Έδωκες μιαν αχτίδα σου, αθέρα στο σπαθί μου Και μούπες, τώρα πέθανε για με, για την πατρίδα.» »Έτοιμος είμαι, Πλάστη μου!