Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Εσύ δειλός κι' ανάξιος, μες στη βουλή αλογάριαστος, αψήφιστος στη μάχη. Δε θα ορίσουμε όλοι δα εδώ, μικροί μεγάλοι. Κακό 'ναι η πολυκεφαλιά· μια κεφαλή μονάχα, ένας ας είναι βασιλιάς, σ' αφτόν που ο γιος του Κρόνου αρχής ραβδί του χάρισε και νόμους για να κρίνει205

Είδε που ερχότανε καταπάνω του ο ακόλουθος της Βασίλισσας και θέλησε να φύγη. Ο Περινίς τον εστύλωσε στο γκρεμό της παγίδας: «Σπιούνε που πρόδωσες τη Βασίλισσα, να φύγης μου θέλεις, αί; Κάθησε αυτού κοντά στον τάφο, που μοναχός σου έκαμες κι' όλα τον κόπο να σκάψης». Το ραβδί του στριφογύρισε στον αέρα βουίζοντας.

Ένα σπερνό που αράδιαζε τέτοιους καϊμούς στ' αστέρι Ο ερωτεμένος ο βοσκός γερμένος στο ραβδί του Κ' έκρυβε στα δυο χέρια τον τα μάτια του που κλαίγαν, Από του λόγγου τα δεντρά προβαίνει ξάφνου η Χρύσω, Του αφεντικού του η μοναχή κι' αμάλαη θυγατέρα.

Κοπή =το κοπάδι, — Κοτάω =τολμώ. — Κρούει ο ήλιος =βγαίνει, ανατέλλει, χτυπάει. — Καρβανάρος , Ο αφέντης του καρβανιούΚράκουρα . η άκρα άκρα του ψηλού βουνούΚαπρί , αγριογούρουνο. — Κλαπατάρια , φτερούγες των πουλιώνΚούροι και κούρος Ο κουρεμός του κοπαδιού. — Κωλόκουρα , τα μαλλιά που βγάζουν κουρεύοντας τα πισινά των προβάτωνΚολτσίδες αγκάθια που κολλούν τα μαλλιά των προβάτων τα λεν και σκάλια από το σκαλώνω. — Καπούλια τα πισινά των ζώων. — Καταγός ποταμού ή αυλακιού, η πηγή, το κεφαλάρι, Γκλάβα εις Πωγώνιον της Ηπείρου. — Κλίτσα και αγκλίτσα , το ραβδί των ποιμένων. — Κόθρα τα ξύλινα στέφανα που δένουν τα κουδούνια και τα περούντους λαιμούς των προβάτων. — Καυκί =ξύλινον αγγείον. — Κιβούρι =το φέρετρον του νεκρού. — Κουρμαίνομαι , αφικράζομαι, ακροώμαι.

Ξεκίνησε Παυλής και νωνός από το σπίτι πρωί πρωί, πρι να πλακώση το κάμα. Περπατάμενοι κ' οι δυο τους. Ένα ζεμπίλι σε ραβδί περασμένο, μια ο ένας στον ώμο του μια ο άλλος, και πηγαίνανε. Δεν μπορούσε ως τότε ο Παυλής να καλοκαθίση και πολλήν ώρα· κάθε λίγο και κοίταζε κατά τόμορφο το χωριό, ρωτώντας το νωνό του πόσους γύρους ακόμα κάμνει ο δρόμος κι από που θα πρωτοφανούνε τα σπίτια.

Η Δελχαρώ έτρεξε ν' ανοίξη το ερμάριον, κ' έλαβεν εκείθεν ολίγα παξιμάδια. — Δώσε μου και το καλάθι μου. . .κ' ένα μαχαιράκι, επανέλαβεν εν άκρα βία η Φρακκογιαννού . . . Βάλε μου κ' ένα χράμι μάλλινο μέσα . . . και τη μανδήλα μου . . . τα παληοτσόκαρά μου . . . Δώσε μου και το ραβδί μου . . . ψάξε να το βρης! Η Δελχαρώ, εν άκρα σιγή και υπομονή, επροσπάθει να εκτελέση όλας τας ετοιμασίας ταύτας.

Εξέτεινε τον βραχίονά της προς αυτόν, αλλά δεν ετόλμησε να του φωνάξη, δεν ετόλμησε να τον παρακαλέση! Αλλά και δεν θα την ωφέλει καθόλου, διότι αμέσως ανεκάλυψε, ότι δεν ήτο αυτός, αλλά μόνον το κυνηγετικόν του ένδυμα και ο σκούφος του, που εκρέμοντο επάνω εις το ορεινό ραβδί του, που τοποθετούν οι κυνηγοί κατ' αυτόν τον τρόπον διά να εξαπατήσουν τας αιγάγρους!

Ο Χρύσας τότε, ο λειτουργός του προφυλάχτη Απόλλου, 370 ήρθε από πέρα ως στα γοργά των Αχαιών καράβια να λεφτερώσει θέλοντας την κόρη του, και πλούσια είχε μαζί του ξαγορά, και κράταε στα διά χέρια, πάς στο χρυσόφτιαστο ραβδί, τ' Απόλλου τα στεφάνια, κι' όλους τους άλλους Αχαιούς θερμοπερικαλούσε, μα τα πρωτάτα πιο πολύ, τους διο τους γιους τ' Ατρέα. 375 Τότες με σέβας φώναξαν οι άλλοι Αργίτες όλοι πάρτε την ώρια ξαγορά, το γέρο σπλαχνιστείτε! μα αφτή η βουλή δεν τ' άρεσε του βασιλιά Αγαμέμνου, μόνε τον έδιωξε άσκημα κι' είπε σφιχτό 'να λόγο.

Τι είχε σκοπό στους Αχαιούς και Τρώες να στείλει ακόμα στεναγμούς και πίκρες και πολέμους. 40 Και ξύπνησε, κι' η θεϊκιά φωνή είτανε χυμένη γύρω, κι' ορθός κάθεται, και βάζει το πανώριο σκουτί, καινούργιο μαλακό, και την πλατιά του κάπα, κι' ώρια αμποδένει σάνταλα στα παχουλά του πόδια, κι' ασημοκάρφωτη κρεμάει γύρω στους ώμους σπάθα· 45 έτσι, κρατώντας το ραβδί το γονικό στα χέρια, τ' άλιωτο πάντα, κίνησε για το καραβοστάσι.

Έπεσεν επάνω εις χόρτα και άχυρα, και ο δούπος της πτώσεως της ούτε ηκούσθη. Το χαμηλόν παράθυρον μόλις ανείχε μισήν οργυιάν από του εδάφους. Μόνον είχε ξεχάσει να πάρη μαζί το ραβδί της και το καλάθι της, τα οποία ως τόσον ευρίσκοντο δίπλα της, εις το πάτωμα. Ήτον άξιον απορίας, πώς τόσον είχε σαστίσει.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν